-
1 καταντώ
(α) (αόρ. κατάντησα и κατήντησα) 1. μετ. доводить (до чего-л.);καταντώ κάποιον ζητιάνο — доводить кого-л. до нищеты;
2. αμετ. опускаться, скатываться, доходить до...;καταντώ μεθύστακας — становиться пьяницей;
πώς κατήντησε! до чего он докатился!;κατάντησε να ζητιανεύει он докатился до того, что стал побираться; 3. απρόσ. доходить до того...; κατήντησε να... дошло до того, что... -
2 ερείπιο(ν)
τό1) прям., перен. развалина;καταντώ ( — или γίνομαι) ερείπιο(ν) — превращаться в развалину (о человеке);
2) πλ. руины, развалины;μετατρέπομαι σε ερείπια — превращаться в развалины (о здании, городе);
σωρός από ερείπια — груда развалин
-
3 ερείπιο(ν)
τό1) прям., перен. развалина;καταντώ ( — или γίνομαι) ερείπιο(ν) — превращаться в развалину (о человеке);
2) πλ. руины, развалины;μετατρέπομαι σε ερείπια — превращаться в развалины (о здании, городе);
σωρός από ερείπια — груда развалин
-
4 κατανταίνω
(αόρ. κατάντησα) см. καταντώ -
5 μαρτύριο(ν)
τό1) прям., перен. мучение, мука, пытка;καταντώ μαρτύριο(ν) — мучить;
υποβάλλω σε μαρτύρια — подвергать мучениям;
υφίσταμαι ( — или υποφέρω, τραβώ) μαρτύρια — терпеть, испытывать мучения;
απ' αυτό το παιδί τραβώ μαρτύρια — с этим ребёнком одно мучение;
2) свидетельство, доказательство -
6 μαρτύριο(ν)
τό1) прям., перен. мучение, мука, пытка;καταντώ μαρτύριο(ν) — мучить;
υποβάλλω σε μαρτύρια — подвергать мучениям;
υφίσταμαι ( — или υποφέρω, τραβώ) μαρτύρια — терпеть, испытывать мучения;
απ' αυτό το παιδί τραβώ μαρτύρια — с этим ребёнком одно мучение;
2) свидетельство, доказательство
См. также в других словарях:
καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… … Dictionary of Greek
καταντῶ — καταντάω come down to pres imperat mp 2nd sg καταντάω come down to pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταντάω come down to pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταντάω come down to pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταντάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαραντίζω — καταντώ … Dictionary of Greek
αποβαίνω — (AM ἀποβαίνω) 1. καταλήγω, καταντῶ 2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι αρχ. 1. αποβιβάζομαι 2. φεύγω, αναχωρῶ 3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι 4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι 5. επιτυγχάνω 6. πραγματοποιοῡμαι, επαληθεύω 7. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
καταντίζω — (Μ) καταντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τοὺ καταντῶ] … Dictionary of Greek
κατανταίνω — (Μ κατανταίνω) καταντώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)] … Dictionary of Greek
περιοκέλλω — Α 1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω 2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»] … Dictionary of Greek
ανήκω — (Α ἀνήκω) [ήκω] 1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου 2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι 3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω αρχ. 1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω 2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω… … Dictionary of Greek
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… … Dictionary of Greek