Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατακλυσμός

См. также в других словарях:

  • κατακλυσμός — flood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — ο 1. κατακάλυψη της επιφάνειας της γης από τα νερά: Διαβάζει για τον κατακλυσμό του Νώε. 2. ραγδαία βροχή με πλημμύρες: Είχε έναν τέτοιο κατακλυσμό που δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε από το σπίτι μας. 3. αφθονία: Το υπουργείο δέχτηκε κατακλυσμό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακλυσμοῖο — κατακλυσμός flood masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμοῖς — κατακλυσμός flood masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμοί — κατακλυσμός flood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμοῦ — κατακλυσμός flood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμούς — κατακλυσμός flood masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμῶν — κατακλυσμός flood masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμῷ — κατακλυσμός flood masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμόν — κατακλυσμός flood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»