-
1 κατακλυσμός
κατακλυσμός οкатаклизм, потоп:Этим.дргр. < κατακλύζω < κατα- + κλύζω «мыть водой». Словом κατακλυσμός — в Септуагинте переведен еврейский термин mabbulΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κατακλυσμός
-
2 κατακλυσμος
ὅ1) разлив, наводнение Plat., Arst.2) потоп Plat., Plut., NT.3) гибель, уничтожение(τῶν πραγμάτων Dem.)
-
3 κατακλυσμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατακλυσμός
-
4 κατακλυσμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατακλυσμός
-
5 κατακλυσμός
-
6 κατακλυσμός
потоп, наводнение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατακλυσμός
-
7 κατακλυσμὸς
потопапотопΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατακλυσμὸς
-
8 Έπειτα από μένα ο κατακλυσμός
Σαν πεθάνω εγώ, φούρνος μην καπνίσει– Έπειτα από μένα ο κατακλυσμός• После меня хоть потопИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έπειτα από μένα ο κατακλυσμός
-
9 Σαν πεθάνω εγώ, φούρνος μην καπνίσει
Σαν πεθάνω εγώ, φούρνος μην καπνίσει– Έπειτα από μένα ο κατακλυσμός• После меня хоть потопИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σαν πεθάνω εγώ, φούρνος μην καπνίσει
-
10 2627
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2627
См. также в других словарях:
κατακλυσμός — flood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
κατακλυσμός — ο 1. κατακάλυψη της επιφάνειας της γης από τα νερά: Διαβάζει για τον κατακλυσμό του Νώε. 2. ραγδαία βροχή με πλημμύρες: Είχε έναν τέτοιο κατακλυσμό που δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε από το σπίτι μας. 3. αφθονία: Το υπουργείο δέχτηκε κατακλυσμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακλυσμοῖο — κατακλυσμός flood masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμοῖς — κατακλυσμός flood masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμοί — κατακλυσμός flood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμοῦ — κατακλυσμός flood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμούς — κατακλυσμός flood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμῶν — κατακλυσμός flood masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμῷ — κατακλυσμός flood masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμόν — κατακλυσμός flood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)