-
1 κατακαιριος
См. также в других словарях:
κατακαίριος — κατακαίριος, ον (Α) καίριος … Dictionary of Greek
κατακαίριος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαίριον — κατακαίριος masc/fem acc sg κατακαίριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)