-
1 καται-βατός
καται-βατός, poet. = καταβατός, herabsteigend worauf, wodurch man herabsteigen kann, καταιβαταὶ ϑύραι ἀνϑρώποισιν, Eingänge zum Herabsteigen für Menschen, Od. 13, 110.
-
2 καται-
-
3 καταιβατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιβατός
-
4 καταιβατός
καται-βατός: to be descended, passable, Od. 13.110†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταιβατός
-
5 καταιβατός
καται-βατός, herabsteigend worauf, wodurch man herabsteigen kann, καταιβαταὶ ϑύραι ἀνϑρώποισιν, Eingänge zum Herabsteigen für Menschen -
6 καταιβατος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский