-
1 καταθαρρυνω
арх. καταθαρσύνω ободрять(τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.)
; med. καταθρασύνομαι Luc. = καταθαρρέω См. καταθαρρεω
См. также в других словарях:
καταθαρσύνω — (AM, Μ και καταθαρρύνω) 1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω 2. παθ. καταθαρσύνομαι εμπιστεύομαι, δίνω πίστη σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θαρσύνω «ενθαρρύνω» (< θάρσος)] … Dictionary of Greek