Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταγωγή

См. также в других словарях:

  • καταγωγή — bringing down from fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγωγή — η (AM καταγωγή) [κατάγω] η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • καταγωγή — η 1. γενεαλογία, ρίζα, προέλευση: Παρόλο που η καταγωγή του ήταν ταπεινή, κατάφερε να ανέβει ψηλά. 2. εθνικότητα: Είναι ελληνικής καταγωγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγωγῇ — καταγωγῆι , καταγωγεύς cattle drover masc dat sg (epic ionic) καταγωγή bringing down from fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγωγαῖς — καταγωγή bringing down from fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγωγαί — καταγωγή bringing down from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγωγήν — καταγωγή bringing down from fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγωγῶν — καταγωγή bringing down from fem gen pl καταγωγός seductive masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»