-
1 καταγράφω
[катаграфо] ρ. записыватьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταγράφω
-
2 регистрировать
καταγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регистрировать
-
3 записывать
1. (заносить на бумагу) σημειώνω, εγγράφω 2. вчт. (εγ)γράφω, καταγράφω 3. (звук) καταγράφω 4. (напр. в журнал) εγγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > записывать
-
4 зарегистрировать
εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ, πρωτοκολλώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарегистрировать
-
5 переписать
переписать 1) αντιγράφω 2) (составить список) καταγράφω* * *1) αντιγράφω2) ( составить список) καταγράφω -
6 регистрировать
регистрировать καταγράφω, εγγράφω; καταχωρίζω (брак, рождение и т. п.)* * *καταγράφω, εγγράφω; καταχωρίζω (брак, рождение и т. п.) -
7 переписать
-пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переписанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναγράφω• αντιγράφω• μεταγράφω. || ξαναζω-γραφίζω.2. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ•всех присуствующих εγγράφω όλους τους παρόντες•
переписать скот в колхозе καταγράφω τα ζώα του κολχόζ.
3. παλ. μεταγράφω, κάνω μεταγραφή (αλλαγή κυριότητας).4. μεταγράφω, μεταφέρω, ρίχνω•переписать моряков в пехоту ρίχνω τους ναύτες στο πεζικό.
μεταγράφομαι, μεταφέρομαι αλλού•переписать в другой полк μεταγράφομαι σε άλλο σύνταγμα.
-
8 перерегистрировать
-рую, -руешь ρ.δ. κ.σ.μ.1. ανακαταγράφω, κάνω ανακαταγραφή•перерегистрировать читателя библиотеки ανακαταγράφω τον αναγνώστη της βιβλιοθήκης.
2. καταγράφω (όλους,πολλούς) •- все документы καταγράφω όλα τα έγγραφα.ανακαταγράφομαι. -
9 регистрировать
-рую, -руешьρ.δ.μ.1. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ πρωτοκολλώ•-делегатов съезда καταγράφω τους αντιπροσώπους του συνεδρίου.
2. σημειώνω.1. εγγράφομαι.2. γράφομαι στο μητρώο. || καταχωρούμαι πρωτοκολλούμαι. || σημαδεύομαι. -
10 фиксировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.
|| σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.
2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.
3. στερεώνω.4. αφομοιώνω.1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.
|| στερεώνομαι. -
11 голограмма
το ολόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > голограмма
-
12 зафиксировать
(εγ)γράφω, καταγράφω, σημειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зафиксировать
-
13 индицировать данные
ο дальности ενδεικνύω/καταγράφω τα στοιχεία απόστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индицировать данные
-
14 озвучивать
1. (применять ультразвук для дефектоскопии, гидролокации и т.п.) ελέγχω με υπερήχους 2. кфт. καταγράφω τον ήχο, κάνω αναπαραγωγή του ήχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > озвучивать
-
15 описывать
1. (изображать средствами языка) περιγράφω 2. (изображать геометрически) περιγράφω 3. (составлять перечень) καταγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > описывать
-
16 отмечать
1. (помечать) σημειώνω, μαρκάρω (ξεν.) 2. (замечать) (υπο)σημειώνω 3. (на приборе, в виде записи) σημειώνω, καταγράφωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмечать
-
17 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
18 учесть
1. (установить наличие кого-, чего-л. путём подсчёта, описи) λογαριάζω, καταγράφω, καταμετρώ 2. (принять во внимание) λαμβάνω υπ' όψιν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учесть
-
19 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
20 журнал
журналм1. τό περιοδικό[ν]:иллюстрированный \журнал τό εἰκονογραφημένο περιοδικό· \журнал мод τό περιοδικό μόδας, τό φιγουρίνι·2. (для записи) τό κατάστι-χο[ν], τό ήμερολόγιο[ν]:судовой \журнал τό ἡμερολόγιο πλοίου· классный \журнал τό ἡμερολόγιο τής τάξης, ὁ κατάλογος· занести в \журнал καταγράφω ἔγγραφο, πρωτοκολλώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταγράφω — καταγράφω, κατέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταγράφω — κατάγραφος drawn in profile masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάγραφος drawn in profile masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταγράφω scratch pres subj act 1st sg καταγράφω scratch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
καταγράφω — κατέγραψα, καταγράφηκα, καταγραμμένος, αναγράφω, καταχωρίζω, σημειώνω, το περνώ στα βιβλία μου: Οι ιδέες του είναι καταγραμμένες στο βιβλίο αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγεγραμμένα — καταγράφω scratch perf part mp neut nom/voc/acc pl καταγεγραμμένᾱ , καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc/acc dual καταγεγραμμένᾱ , καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφετε — καταγράφω scratch pres imperat act 2nd pl καταγράφω scratch pres ind act 2nd pl καταγράφω scratch imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράψει — καταγράφω scratch aor subj act 3rd sg (epic) καταγράφω scratch fut ind mid 2nd sg καταγράφω scratch fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράψουσι — καταγράφω scratch aor subj act 3rd pl (epic) καταγράφω scratch fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγράφω scratch fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράψω — καταγράφω scratch aor subj act 1st sg καταγράφω scratch aor ind mid 2nd sg (epic ionic) καταγράφω scratch fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγεγραμμέναι — καταγράφω scratch perf part mp fem nom/voc pl καταγεγραμμένᾱͅ , καταγράφω scratch perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)