Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταγλαΐζω

См. также в других словарях:

  • καταγλαΐζω — καταγλαιζω (AM) παθ. καταγλαΐζομαι δοξάζομαι μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, η, ον περίφημος, ξακουστός αρχ. 1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω 2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀγλαΐζω (<… …   Dictionary of Greek

  • καταγλαίζει — καταγλαίζω glorify pres ind mp 2nd sg καταγλαίζω glorify pres ind act 3rd sg καταγλαΐζει , καταγλαίζω glorify pres ind mp 2nd sg καταγλαΐζει , καταγλαίζω glorify pres ind act 3rd sg καταγλαίζω glorify pres ind mp 2nd sg καταγλαίζω glorify pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαίζουσι — καταγλαίζω glorify pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγλαίζω glorify pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταγλαΐζουσι , καταγλαίζω glorify pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγλαΐζουσι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαίζουσιν — καταγλαίζω glorify pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγλαίζω glorify pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταγλαΐζουσιν , καταγλαίζω glorify pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταγλαΐζουσιν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαιζόμενοι — καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom/voc pl καταγλαϊζόμενοι , καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom/voc pl καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom/voc pl καταγλαϊζόμενοι , καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαιζόμενος — καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom sg καταγλαϊζόμενος , καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom sg καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom sg καταγλαϊζόμενος , καταγλαίζω glorify pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαίζεσθαι — καταγλαίζω glorify pres inf mp καταγλαΐζεσθαι , καταγλαίζω glorify pres inf mp καταγλαίζω glorify pres inf mp καταγλαΐζεσθαι , καταγλαίζω glorify pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαίζεται — καταγλαίζω glorify pres ind mp 3rd sg καταγλαΐζεται , καταγλαίζω glorify pres ind mp 3rd sg καταγλαίζω glorify pres ind mp 3rd sg καταγλαΐζεται , καταγλαίζω glorify pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγλαισμένα — καταγλαίζω glorify perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) κατηγλαισμένᾱ , καταγλαίζω glorify perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) κατηγλαισμένᾱ , καταγλαίζω glorify perf part mp fem nom/voc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαισθέντας — καταγλαίζω glorify aor part pass masc acc pl καταγλαίζω glorify aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλαισθήσεται — καταγλαίζω glorify fut ind pass 3rd sg καταγλαίζω glorify fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»