-
1 καταγιγνωσκω
поздн. καταγῑνώσκω (fut. καταγνώσομαι, aor. 2 κατέγνων)1) замечать, подмечать, обнаруживать(κ. τοὺς τρόπους τινός Arph.)
οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. Her. — находить в ком-л. отрицательные черты, т.е. быть о ком-л. неблагоприятного мнения2) считать, признавать, полагать(τὸ χωρίον νοσερόν Diog.L.)
αὐτῶν κατεγνωκότων ἤδη μηκέτι κρεισσόνων εἶναι Thuc. — поскольку они (афиняне) сами сознавали, что уже не имеют превосходства (над сиракузцами);καταγνωσθεὴς νεώτερα πρήσσειν πράγματα Her. — подозреваемый в подготовке переворота;πολλέν γ΄ ἐμοῦ κατέγνωκας δυοτυχίαν Her. — большое же несчастье ты мне приписываешь3) винить, порицать(τινὸς δωροδοκίαν Lys.; τινὸς σκληρότητα καὴ ἀγροικίαν Plat.; τινὸς δειλίαν Plut.)
κατεγνωομένος ἦν NT. — он навлек на себя упреки4) юр. вменять в вину, обвинять(τινὰ φόνου Lys.)
καταγνόντες σφῶν αὐτῶν ἀδικεῖν Lys. — сами сознавшись в своей вине5) выносить обвинительный приговор, осуждать, приговаривать(τινός Plat., NT.; τινὸς θάνατον Lys., Isocr.; καταγνωσθεὴς θανάτῳ Diod.)
κ. δίκην τινά Arph. — вынести обвинительный приговор по какому-л. делу;κ. φυγέν κατά τινος Diod. — приговаривать кого-л. к изгнанию6) редко выносить приговор, решатьὅπως ἂν εὖ καταγνωσθῇ (v. l. διαγνωσθῇ) δίκη Aesch. — чтобы приговор был справедлив
-
2 καταγινωσκω
-
3 καταγνωστεον
adj. verb. к καταγιγνώσκω См. καταγιγνωσκω -
4 προκαταγιγνωσκω
заранее осуждать Thuc., Arph., Dem., Polyb.π. ἀδικίαν τινός Lys. — предрешать чью-л. виновность;
π. θάνατόν τινος Diod. — заранее осуждать кого-л. на смерть -
5 προσκαταγιγνωσκω
-
6 συγκαταγιγνωσκω
См. также в других словарях:
καταγιγνώσκω — remark pres subj act 1st sg καταγιγνώσκω remark pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγιγνώσκω — (AM καταγιγνώσκω και καταγινώσκω) 1. αποφαίνομαι καταδικαστικά για κάποιον, κηρύσσω ένοχο (α. «κατέγνωσαν δειλία στους στρατιώτες» β. «τούτου μὴ καταγινώσκειν φόνον», Λυσ.) 2. επιβάλλω κάτι ως ποινή («τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες», Θουκ … Dictionary of Greek
καταγιγνώσκετε — καταγιγνώσκω remark pres imperat act 2nd pl καταγιγνώσκω remark pres ind act 2nd pl καταγιγνώσκω remark imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγιγνώσκῃ — καταγιγνώσκω remark pres subj mp 2nd sg καταγιγνώσκω remark pres ind mp 2nd sg καταγιγνώσκω remark pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγινώσκετε — καταγιγνώσκω remark pres imperat act 2nd pl (ionic) καταγιγνώσκω remark pres ind act 2nd pl (ionic) καταγιγνώσκω remark imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγινώσκῃ — καταγιγνώσκω remark pres subj mp 2nd sg (ionic) καταγιγνώσκω remark pres ind mp 2nd sg (ionic) καταγιγνώσκω remark pres subj act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγνωσμένα — καταγιγνώσκω remark perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεγνωσμένᾱ , καταγιγνώσκω remark perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεγνωσμένᾱ , καταγιγνώσκω remark perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγνώσθην — καταγιγνώσκω remark plup ind mp 3rd dual καταγιγνώσκω remark aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) καταγιγνώσκω remark aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγιγνωσκόντων — καταγιγνώσκω remark pres part act masc/neut gen pl καταγιγνώσκω remark pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγιγνώσκει — καταγιγνώσκω remark pres ind mp 2nd sg καταγιγνώσκω remark pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγιγνώσκομεν — καταγιγνώσκω remark pres ind act 1st pl καταγιγνώσκω remark imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)