-
1 καταβλητικος
3могущий опрокинутьτοῦτο καταβλητικόν (sc. ἐστιν) Xen. — это хороший способ опрокинуть (противника)
-
2 καταβλητικός
η, όν изнурительный, тяжёлый -
3 καταβλητικός
A fit for throwing off horseback, X. Eq.8.11; of throwing in wrestling,τέχνη Gal.Thras.45
: c. gen.,κ. τοῦ μεγέθους τῆς Ἑλλάδος D.H.Th.19
: metaph., fond of confuting,τῶν πέλας Gal.9.217
; abusive, Phld.Lib.p.18 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβλητικός
-
4 καταβλητικός
κατα-βλητικός, ή, όν, zum Niederwerfen geeignet, geschickt den Gegner hinzustrecken, aus dem Sattel zu heben u. vom Pferde zu werfen -
5 καταβλητικά
καταβλητικόςfit for throwing off horseback: neut nom /voc /acc plκαταβλητικά̱, καταβλητικόςfit for throwing off horseback: fem nom /voc /acc dualκαταβλητικά̱, καταβλητικόςfit for throwing off horseback: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 καταβλητικόν
καταβλητικόςfit for throwing off horseback: masc acc sgκαταβλητικόςfit for throwing off horseback: neut nom /voc /acc sg -
7 καταβλητικοί
καταβλητικόςfit for throwing off horseback: masc nom /voc pl -
8 καταβλητική
καταβλητικόςfit for throwing off horseback: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 καταβλητικήν
καταβλητικόςfit for throwing off horseback: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 καταβλητικάς
καταβλητικά̱ς, καταβλητικόςfit for throwing off horseback: fem acc pl -
11 καββαλικός
A good at throwing, of wrestlers: in [comp] Comp.καββαλικώτερος Plu.2.236e
, Gal.Thras.45: metaph., more ready to trip up one's neighbour, M.Ant.7.52: καββαλική (sc. τέχνη), ἡ, art of wrestling, Gal. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καββαλικός
-
12 καββαλικός
Grammatical information: adj.Derivatives: Compar. καββαλικότερος (Plu. Mor.236e, M. Ant. 7, 52).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Lac. = καταβλητικός.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καββαλικός
См. также в других словарях:
καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος … Dictionary of Greek
καταβλητικά — καταβλητικός fit for throwing off horseback neut nom/voc/acc pl καταβλητικά̱ , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc/acc dual καταβλητικά̱ , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητικόν — καταβλητικός fit for throwing off horseback masc acc sg καταβλητικός fit for throwing off horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητικοί — καταβλητικός fit for throwing off horseback masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητική — καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητικήν — καταβλητικός fit for throwing off horseback fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
καταβλητικάς — καταβλητικά̱ς , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)