-
1 καταιβασις
-
2 καταίβασις
καταίβασιςfem nom sg -
3 καταίβασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταίβασις
-
4 κατά-βασις
κατά-βασις, ἡ, das Hinunter-, Hinabsteigen; ἀπὸ τοῦ ὄρεος Her. 7, 223; Xen. An. 5, 2, 26; Pol. 3, 54, 5 u. a. Sp.; ἡ εἰς Ἅιδου κατάβ. Isocr. 10, 20; der Zug aus Hochasien nach dem Meere hinab, Ggstz von ἀνάβασις, Xen. An. 5, 5, 4; ἡ ἐπὶ ϑάλασσαν, D. Sic. 1. – Ein abschüssiger Ort, Demetr. eloc. 248. – Das p. καταίβασις s. unten.
-
5 κατάβασις
A way down, descent, Hdt.1.186 (pl.), 7.223, etc.; ἡ εἰς Ἅιδου κ. Isoc.10.20, Str.8.6.12, cf. Hdt.2.122; title of work by Dicaearchus, Cic.Att.13.31.2; cf. καταίβασις.3 metaph., descent of an idea into the mind, Chrysipp.Stoic.2.242.5 ἔργον καταβάσεως hanging work, LXX3 Ki.7.16(29).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάβασις
См. также в других словарях:
καταίβασις — καταίβασις, ἡ (Α) μετάβαση*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού κατάβασις]. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καται βάτης] … Dictionary of Greek
καταίβασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιβάσιος — καταιβάσιος, ον (Α) [καταίβασις] 1. (για αστραπές και κεραυνούς) αυτός που κατεβαίνει 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Καταιβάσιος επίθετο τού Απόλλωνος, τον οποίο καλούσαν στις προσευχές να κατέβει, να επανέλθει στη χώρα τους … Dictionary of Greek