Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κατήφορος

  • 1 спуск

    спуск м 1) (с горы и т. п.) το κατέβασμα, η κάθοδος 2) (корабля) η καθέλκυση 3) (откос) о κατήφορος
    * * *
    м
    1) (с горы и т. п.) το κατέβασμα, η κάθοδος
    2) ( корабля) η καθέλκυση
    3) ( откос) ο κατήφορος

    Русско-греческий словарь > спуск

  • 2 склон

    η κλίση, η κατωφέρεια, η κλιτύς, ο κατήφορος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склон

  • 3 спуск

    1. (движение вниз) η κάθοδος
    - по спирали (ав) ελικοειδής -, σπειροειδής -
    2. (уклон) η κατηφόρα, ο κατήφορος 3. (устройство типа лотка или жёлоба) о αγωγός εκφόρτωσης
    спиральный - см. винтовой -
    4. (выпуск, сброс, разгрузка) η άφεση 5. полигр. η σελιδοθέτηση 6. (судна, катера и т.п. на воду) η καθέλκυση, η καθολκή 7. (опускание) το κατέβασμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спуск

  • 4 наклон

    наклон
    м
    1. ἡ κλίση [-ις], ἡ ἀπόκλιση[-ις]·
    2. · (наклонное положение) τό γέρσιμο, ἡ κλιτὐς, ἡ κατωφέρεια / ὁ κατήφορος (склон).

    Русско-новогреческий словарь > наклон

  • 5 склон

    склон
    м (горы и т. ἡ.) ἡ κλίση, ὁ κατήφορος, ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια:
    крутой \склон ἡ ἀπότομη κατωφέρεια· ◊ на \склоне лет, дией στά γεράματα, στά ὑστερνά.

    Русско-новогреческий словарь > склон

  • 6 спуск

    спуск
    м
    1. ἡ καθέλκυση [-ις], ἡ καθο-λκή (корабля на воду)/ ἡ κατάβαση, τό κατέβασμα (с горы и т. п.)/ ἡ προσγείωση (самолета и т. п.)·
    2. (откос) ἡ κλιτύς:
    крутой \спуск ὁ ἀπότομος κατήφορος·
    3. (в оружии) ἡ σκανδάλη (ὅπλου)·
    4. полигр. (формы) ἡ σελιδοθέτηση [-ις]· ◊ не давать кому́-л. \спуску разг δέν χαρίζω κάστανα.

    Русско-новогреческий словарь > спуск

  • 7 крутой

    επ., βρ: крут, крути, круто; круче.
    1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•

    берег κρημνώδης ακτή•

    крутой подъм απότομος ανήφορος•

    крутой спуск απότομος κατήφορος•

    крутой поворот απότομη στροφή.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая перемена απότομη αλλαγή•

    крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.

    3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•

    -ые меры σκληρά μέτρα•

    -ые слова βαριά λόγια.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    крутой мороз δυνατή παγωνιά•

    крутой ветер σφοδρός άνεμος.

    4. πηχτός, σφιχτός•

    -ая каша πηχτός χυλός•

    -ое тесто σφιχτό ζυμάρι•

    -ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.

    εκφρ.
    крутой кипяток – χοχλαστό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > крутой

  • 8 подъём

    α.
    1. βλ. поднятие..
    2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•

    промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•

    подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•

    подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.

    3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.
    4. ανήφορος•

    крутой подъём απότομος ανήφορος•

    спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.

    5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.
    6. εγερτήριο.
    7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•

    подъём реки φουσκωποταμιά.

    лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•

    тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•

    деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).

    Большой русско-греческий словарь > подъём

  • 9 покатый

    επ.
    επικλινής• ομαλός•

    покатый спуск ομαλός κατήφορος.

    Большой русско-греческий словарь > покатый

  • 10 уклон

    α.
    1. επικλινές μέρος, πλαγιά• κατωφέρεια• κατήφορος•

    катиться под -ом κυλιέμαι στον κατήφορο.

    2. κλίση, γέρμα•

    уклон мачты η κλίση του καταρτιού•

    уклон столба η κλίση του στύλου.

    3. απόκλιση•

    уклон в ту и другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.

    4. μτφ. παρέκκλιση, απομάκρυνση (από τα καθιερωμένα)•

    правый уклон δεξιά παρέκκλιση•

    левый уклон αριστερή παρέκκλιση•

    борьба с -ами в партии πάλη ενάντια στις παρεκκλίσεις στο κόμμα.

    5. μτφ. τάση, κλίση• κατεύθυνση• προορισμός•

    спортивные игры с военным -ом αθλοπαιδιές με περιεχόμενο στρατιωτικής εκπαίδευσης.

    εκφρ.
    под уклон идти ή направиться – πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > уклон

См. также в других словарях:

  • κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… …   Dictionary of Greek

  • κατήφορος — ο 1. κατηφοριά: Να πατάς το φρένο στον κατήφορο. 2. ανήθικη διαγωγή, δρόμος προς την καταστροφή: Η κόρη του πήρε τον κατήφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κατήφορος, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1685 – 1762). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στην Πάντοβα και στη Ρώμη προσκλήθηκε από τον Μεγάλο Πέτρο να εγκατασταθεί και να διδάξει στη Ρωσία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε έξω από τις… …   Dictionary of Greek

  • The Downhill — O Katiforos The Downhill Ο Κατήφορος Directed by Giannis Dalianidis Written by Giannis Dalianidis Starring Zoe Laskari Nikos Kourkoulos Vangelis Voulgaridis Pantelis Zervos Kostas Voutsas …   Wikipedia

  • κατήφορον — κατήφορον, τὸ (Μ) 1. επικλινής δρόμος, κατήφορος 2. μτφ. ηθική κατάπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατήφορος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατηφόρα — η δρόμος με κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. μεταπλασμένος τ. τού κατήφορος με επίδραση τού ὁδός] …   Dictionary of Greek

  • Finos Film — (Greek: Φίνος Φιλμ) is a film production company that dominated the Greek film industry from 1943 to 1977. It was founded by Philopemen Finos in 1942 during World War II. It was the biggest film production company in Greece at the time and one of …   Wikipedia

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… …   Dictionary of Greek

  • κατηφορίζω — (Μ κατηφορίζω) [κατήφορος] 1. (για έδαφος) είμαι κατηφορικός, είμαι επικλινής, κατεβαίνω («ο λοφίσκος κατηφορίζει σε ρεματιά») 2. βαδίζω σε κατηφορικό δρόμο μσν. μτφ. χειροτερεύω, ξεπέφτω …   Dictionary of Greek

  • κατηφοριά — και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) [κατήφορος] 1. η κατωφέρεια, η κλίση τού εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά 2. κατηφορικός δρόμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»