-
21 усталость
1. тех. (материалов) η καταπόνηση, η κόπωση 2. (утомлённость) η κούραση, η κόπωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усталость
-
22 вдоль
вдоль κατά μήκος' \вдоль берега моря (реки ) κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)* * *вдоль бе́рега мо́ря (реки́) — κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)
-
23 под
под (подо ) 1) (ниже) κάτω από· \под столом κάτω από το τραπέζι 2) (вблизи) πλησίον κοντά σε· \под Москвой κοντά στη Μόσχα 3) (о времени) προς, κατά· \под вечер κατά το Βράδυ- \под конец στο τέλος·◇ \под мрамор σε μάρμαρο* \под аккомпанемент гитары με τη συνοδεία κιθάρας· \под влиянием κάτω από την επιρροή (или επίδραση)* * *1) ( ниже) κάτω απόпод столо́м — κάτω από το τραπέζι
2) ( вблизи) πλησίον κοντά σεпод Москво́й — κοντά στη Μόσχα
3) ( о времени) προς, κατάпод ве́чер — κατά το βράδυ
под коне́ц — στο τέλος
••под мра́мор — σε μάρμαρο
под аккомпанеме́нт гита́ры — με τη συνοδεία κιθάρας
под влия́нием — κάτω από την επιρροή ( или επίδραση)
-
24 против
против 1) (напротив) απέναντι, αντίκρυ 2) (навстречу) ενάντια, κόντρα 3) (вопреки) παρά* εναντίον, κατά· \против воли παρά τη θέληση· выступать \против διαφωνώ* иметь что-л. \против έχω κάτι αντίρρηση· за и \против υπέρ και κατά* * *1) ( напротив) απέναντι, αντίκρυ2) ( навстречу) ενάντια, κόντρα3) ( вопреки) παρά; εναντίον, κατάпро́тив во́ли — παρά τη θέληση
выступа́ть про́тив — διαφωνώ
име́ть что́-л. про́тив — έχω κάτι αντίρρηση
за и про́тив — υπέρ και κατά
-
25 буквальный
буквальн||ыйприл κατά λέξη [-ιν], κατά γράμμα:\буквальныйый перевод ἡ κατά λέξη μετάφραση; в \буквальныйом смысле слова στήν κυριολεξία, κατά γράμμα, κυριολεκτικά. -
26 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
27 вдоль
επίρ.κατά μήκος•вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.
εκφρ.вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς. -
28 глядеть
-яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•глядючи, ρ.δ.
1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•
пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.
2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
(απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.
4. φαίνομαι•из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.
5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•-щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!
εκφρ.глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•глядеть смерти (опасности, гибели – κ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•- я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•того и -и – αυτό και να περιμένεις•не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•-я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).κοιτάζομαι•глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•
месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.
-
29 к
κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•
обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•
воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•
зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.
2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•
приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•
к вечеру κατά το βράδυ.
3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•
игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•
принять, к сведению παίρνω υπ όψη•
принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•
запонка к воротнику κουμπί για γιακά.
4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•
к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.
5. ως προς, σχετικά προς• προς•он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•
любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.
6. με•лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•
носом к носу μύτη με μύτη•
плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).
7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.
8. σε•к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.
9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.
10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.
11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•к несчастью δυστυχώς•
к счастью ευτυχώς•
к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•
к тому же επί πλέον, κι ακόμα•
к лучшему προς το καλύτερο•
к худшему προς το χειρότερο•
к моему стыду για ντροπή μου•
к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.
-
30 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι. -
31 поголовный
επ.1. κατά κεφαλήν, κατά κεφάλια, κατά μονάδα, κατ άτομο•-счт скота μέτρημα των ζώων κατά κεφάλια.
2. γενικός, καθολικός• σύσσωμος•-ая мобилизация γενική επιστράτευση (πανστρατιά).
-
32 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
-
33 продольный
επ.επιμήκης, κατά μήκος, κατά μάκρος•чертж -го разреза машины σχέδιο κατά μήκος τομής της μηχανής•
-ая распиловка брвен κατά μήκος πριόνιση των κορμών δέντρων.
-
34 районировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. διαιρώ, χωρίζω σε επαρχίες. || καθορίζω, προσδιορίζω, κατανέμω κατά επαρχίες ή κατά περιοχές.1. διαιρούμαι, χωρίζομαι κατά επαρχίες.2. κατανέμομαι κατά περιοχές. -
35 эпизодический
επ.1. επεισοδιακός, κατά περιπτώσεις•-ая проверка работы έλεγχος της εργασίας κατά περιπτώσεις (μη συστηματικά).
|| τυχαίος•эпизодический случай τυχαία περίπτωση•
-ая встреча τυχαία συνάντηση.
2. (θεατρ.) κατά επεισόδια•-ое действующее лицо πρόσωπο πουδρα κατά επεισόδια.
-
36 габарит
1. (трансп., маш) το μέγεθος 2. (в значении габаритных размеров) η (μέγιστη) διάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > габарит
-
37 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
38 жёсткость
1. (конструкции) η ακαμψίαη σκληρότητα· *усиливать - конструкции кольцами ενισχύω την - της κατασκευής με δακτυλίους- πλάκας2. (напр. воды) η σκληρότητα (π.χ. νερού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткость
-
39 прочность
1. (крепкость, надёжность, устойчивость) η αντοχή, η ανθεκτικότηταместная - мор. τοπική -поперечная - мор. εγκάρσια -продольная - мор. διαμήκης -2. (неподверженность переменам, определённость) η σταθερότητα, η στερεότητα, ημονιμότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прочность
-
40 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)