-
1 κατάκνημος
κατάκνημος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκνημος
См. также в других словарях:
κατάκνημος — κατάκνημος, ον (Α) αυτός που έχει παχιές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ισό κνημος, λευκό κνημος] … Dictionary of Greek