-
1 καστάναιον
καστάναιον, τό, die Kastanie, gew. im plur., Sp., auch καστάνια u. καστάνεια als v. l.
-
2 καστάναιον
καστάναιον, τό, die Kastanie
См. также в других словарях:
καστάναιον — καστάναιον, τὸ (Α) επιγρ. στον πληθ. τὰ καστάναια τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + αιον (πρβλ. κεφάλ αιον, κώπ αιον)] … Dictionary of Greek
κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
κασταναϊκός — κασταναϊκός, όν (Α) φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» το κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + ικός (πρβλ. αρχα ϊκός, υμενα ϊκός)] … Dictionary of Greek