-
1 олово
-
2 олово
хим. (Sn) ο κασσίτεροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > олово
-
3 полуда
1. см. лужение 2. (сплав, металл) о κασσίτερος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полуда
-
4 олово
о́лов||ос ὁ κασσίτερος, τό καλάΐ. -
5 полуда
полудаж1. ἡ κασσιτέρωση, τό γάνωμα·2. (сплав, металл) ὁ κασσίτερος, τό καλάϊ. -
6 олово
[όλαβα] ουσ. ο. κασσίτερος -
7 олово
[όλαβα] ουσ ο κασσίτερος -
8 луда
-ы θ.κασσίτερος, καλάι. -
9 олово
-а ουδ.κασσίτερος, καλάι.
См. также в других словарях:
κασσίτερος — tin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek
κασσίτερος — ο χημικό στοιχείο από τα μέταλλα, καλάι: Για το γάνωμα των μαγειρικών σκευών χρησιμοποιείται κασσίτερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασσιτέροιο — κασσίτερος tin masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσιτέρου — κασσίτερος tin masc gen sg κασσιτερόω plate with tin pres imperat act 2nd sg κασσιτερόω plate with tin imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσιτέρῳ — κασσίτερος tin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίτερον — κασσίτερος tin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττιτέρου — κασσίτερος tin masc gen sg (attic) κασσιτέρου , κασσιτερόω plate with tin imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττιτέρῳ — κασσίτερος tin masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττίτερον — κασσίτερος tin masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττίτερος — κασσίτερος tin masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)