-
1 καρφαλεος
См. также в других словарях:
καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… … Dictionary of Greek
καρφαλέος — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέα — καρφαλέος dry neut nom/voc/acc pl καρφαλέᾱ , καρφαλέος dry fem nom/voc/acc dual καρφαλέᾱ , καρφαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέαι — καρφαλέος dry fem nom/voc pl καρφαλέᾱͅ , καρφαλέος dry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέον — καρφαλέος dry masc acc sg καρφαλέος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέη — καρφαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέην — καρφαλέος dry fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέης — καρφαλέος dry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέοι — καρφαλέος dry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέου — καρφαλέος dry masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφαλέους — καρφαλέος dry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)