-
1 καρφώνω
[карфоно] р. вбивать, забивать гвозди,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρφώνω
-
2 приколачивать
καρφώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приколачивать
-
3 приклепать
καρφώνω/ενώνω με ήλους/ πριτσίνια, πριτσινάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приклепать
-
4 забить
забить 1) καρφώνω χώνω \забить ящик καρφώνω το κιβώτιο" \забить гвоздь καρφώνω ( το καρφί) 2) спорт.: \забить гол σημειώνω (или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ* * *1) καρφώνω; χώνωзаби́ть я́щик — καρφώνω το κιβώτιο
заби́ть гвоздь — καρφώνω (το καρφί)
2) спорт.заби́ть гол — σημειώνω ( или πετυχαίνω) τέρμα, βάζω γκολ
-
5 упереть
упру, упршь, παρλθ. χρ. упр-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упрший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. упртый, βρ: упрт-а, -оεπιρ. μτχ. уперев κ. уперши ρ.σ.1. μ. στηρίζω, ακουμπώ•упереть ноги в землю στηρίζω τα πόδια στη γη•
упереть руку в колено στηρίζω το χέρι στο γόνα.
2. μ. μτφ. προσηλώνω, καρφώνω•упереть глаза в кого-л. καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. μτφ. (απλ.) τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.4. βλ. παθ. φ. (5 ση•μ,.).5. μ. αποκομίζω, μεταφέρω μεγάλο βάρος.1. στηρίζομαι, ακουμπώ•упереть ногами в землю στηρίζομαι με τα πόδια στη γη.
2. μτφ. (για μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) καρφώνω, προσηλώνω•упереть глазами в кого-Η, καρφώνω τα μάτια σε κάποιον.
3. εκτείνομαι, φτάνω ως • τελειώνω.4. επιμένω•старик -рея на своём ο γέρος επέμενε στο δικό του (στη δική του γνώμη).
5. (χυδ.) ξεκουμπίζομαι, αδειάζω τη γωνιά.εκφρ.упереть как бык или баран – επιμένω σαν το μουλάρι (πεισματικά). -
6 заколачивать
1. (прибивать гвоздями) καρφώνω 2. (прибивать досками) καρφώνω/κλείνω με σανίδια 3. (вбивать, забивать и т.п.) καρφώνω, μπήγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заколачивать
-
7 заколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколоченный, βρ: чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. χτυπώ, καρφώνω, μπήγω•заколотить гвоздь в стену χτυπώ καρφί στον τοίχο.
2. κλείνω•заколотить ящик καρφώνω το κασόνι•
заколотить гроб καρφώνω το φέρετρο.
3. χτυπώ, ξυλοκοπώ άγρια.4. αρχίζω να χτυπώ κλπ. ρ. βλ. колотить.χτυπιέμαι κλίτ. Ρ.βλ. колотиться. -
8 подбить
подобью, подобьшь, προστκ. подбейρ.σ.μ.1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•подковку καρφώνω το πέταλο•
подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.
2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•подбить глаз χτυπώ στο μάτι•
подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.
|| πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.εκφρ.подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας. -
9 прибить
ρ.σ.μ.1. καρφώνω•прибить дощечкук дв-ри καρφώνω σανιδίτσα στην πόρτα•
прибить полови-щг καρφώνω πατωσάνιδο.
2. ρίχνω κάτω, λυγίζω, κάμπτω•град -ил рожь к земле το χαλάζι, έρριζε καταγής τη βρίζα•
дождм пыль -ло η βροχή παρέσυρε τη σκόνη.
3. (απλ.) χτυπώ, ξυλοφοτώνω.1. καρφώνομαι.2. κάμπτομαι., λυγίζω, πέφτω, ρίχνομαι χάμω, καταγής. || παρασέρνομαι.3. μτφ. (απλ.) ενώνομαι. || ταχτοποιούμαι προσωρινά. -
10 гвоздь
το καρφ/ί, ο ήλοςвытаскивать - εξάγω το -, забивать - καρφώνω το -затяжной кож. - σύσφιξηςпаркетный - του παρκέ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гвоздь
-
11 вбивать
-
12 гвоздь
-
13 прибивать
-
14 приколоть
приколоть (булавкой) καρφιτσώνω, καρφώνω ( με καρφίτσες)* * *( булавкой) καρφιτσώνω, καρφώνω (με καρφίτσες) -
15 прикрепить
прикрепить, прикреплять 1) (закрепить) στερεώνω, δένω· καρφώνω (прибить) 2) (к организации) εγγράφω* * *= прикреплять2) ( к организации) εγγράφω -
16 заколачивать
заколачиватьнесов1. (наглухо закрывать) καρφώνω / σανιδώνω (досками)·2. (гвоздями) μπήγω καρφιά, καρφώνω. -
17 наколотить
-лочу, -лотишь,|тсае. μτχ. παρλθ. χρ. наколоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. χτυπώ, περνώ, βάζω•наколотить обручи на кадку βάζω στεφάνια στο καόί.
2. καρφώνω, μπήγω, χτυπώ•наколотить вывеску καρφώνω πινακίδα•. наколотить в стену гвоздей χτυπώ καρφιά στον τοίχο.
3. σπάζω, θραύω, θρυματίζω•наколотить посуды σπάζω τα σκεύη.
4. θηρεύω, χτυπώ, σκοτώνω πολλά.5. ξυλοκοπώ, δέρνω πολύ.6. μτφ. αποταμιεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, εξοικονομώ. -
18 наколоть
наколоть 1-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. колоть.2. καρφώνω καρφιτσώνω, στεριώνω•-на доску флажки καρφώνω στο σανίδι σημαιούλες•
наколоть на шляпу цветы καρφιρσώνω λουλούδια στο καπέλο.
3. φτιάχνω τρυπώντας•наколоть на бумаге рисунок φτιάχνω στο χαρτί σχέδιο με τρυπίτσες.
4. σκοτώνω διατρυπώντας! (πολλά ζώα, πτηνά).наколоть 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. наколоть)1. βλ. колоть2. (με σημ. ποσοτική).κεντιέμαι, σουφλίζομαι•наколоть на иголку μου μπήκε βελόνι.
-
19 перебить
-бью, -бьшь, προστκ. перебей ρ, σ.μ.1. σκοτώνω όλους ή πολλούς.2. θραύω, σπάζω όλα ή πολλά.3. χωρίζω στα δυό συντρίβω με χτύπημα ή βολή. || θραύω, σπάζω•-ногу σπάζω το πόδι.
4. διακόπτω•перебить собеседника διακόπτω το συνομιλητή.
|| κόβω, χαλνώ•перебить аппетита κόβω την όρεξη.
5. περιαδράχνω• προλαβαίνω.6. ξεπερνώ, υπερνικώ καλύπτω, σκεπάζω.7. καρφώνω αλλού, σε άλλο μέρος•перебить гвоздь καρφώνω το καρφί αλλού.
8. χτυπώ, τινάζω φουσκώνω (για πούπουλα, μαλλιά).9. επενδύω, ντύνω• καλύπτω εκ νέου.εκφρ.перебить цену – παλ. χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή).1. θραύομαι, σπάζω•вся посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν.
2. τα βγάζω πέρα με δυσκολία. -
20 сколотить
ρ.σ.μ.1. συνδέω• καρφώνω•сколотить половицы καρφώνω τα πατωσάνιδα.
|| φτιάχνω, σκαρώνω•сколотить из досок ящик φτιάνω κιβώτιο με σανίδια.
2. μτφ. δημιουργώ• ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, οικονομώ, μαζεύω, συγκεντρώνω•сколотить себе капиталец μαζεύω ένα μικρό κεφάλαιο.
3. βγάζω χτυπώντας, αποσπώ, ξεκαρφώνω,1. συνδέομαι γερά• καρφώνομαι.2. μτφ. δημιουργούμαι, γίνομαι, φτιάχνομαι• σκαρώνομαι. || αποταμιεύομαι, οικονομούμαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι.3. αποσπώμαι με χτυπήματα• ξεκαρφώνομαι.
См. также в других словарях:
καρφώνω — καρφώνω, κάρφωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek
καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… … Dictionary of Greek
καρφώ — καρφῶ, όω (AM καρφώνω [κάρφος] μσν. 1. καρφώνω* 2. μέσ. πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κάπου αρχ. κάρφω* … Dictionary of Greek
καταγομφώ — καταγομφῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
καταπασσαλεύω — (AM, Α αττ. τ. καταπατταλεύω) κάνω μάγια καρφώνοντας πασσάλους, καρφώνω για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πασσαλεύω «καρφώνω με πασσάλους»] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
προσγομφώ — όω, Α καρφώνω, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek