Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καρποφόρα

См. также в других словарях:

  • καρποφορά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 67 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου του νομού Μεσσηνίας. * * * καρποφορά, ἡ (Μ) η προσφορά καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φορά (< φορά < φέρω), πρβλ. μαχαιρο φορά, μισθο… …   Dictionary of Greek

  • καρποφόρα — καρποφόρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… …   Dictionary of Greek

  • αγαρικίδες — (agaricaceae).Οικογένεια των βασιδιομυκήτων, στην οποία ανήκουν πολλά μανιτάρια. Είναι φυτά σαρκώδη συνήθως, από τα οποία πολλά είναι φαγώσιμα και άλλα δηλητηριώδη. Μερικά είδη είναι παρασιτικά, ενώ τα περισσότερα είναι σαπροφυτικά και παίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • καρποφόρος — α, ο 1.αυτός που παράγει καρπούς, καρπερός, γόνιμος: Τα χωράφια αυτά είναι καρποφόρα. 2. προσοδοφόρος, επικερδής: Η επιχείρηση αυτή αποδείχτηκε καρποφόρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… …   Dictionary of Greek

  • αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… …   Dictionary of Greek

  • δενδροτομώ — (AM δενδροτομῶ, έω) [δενδροτόμος] κόβω δένδρα αρχ. 1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα) 2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» ξυλοκοπώ, δέρνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»