-
1 καρδιακή
-
2 καρδιακῇ
-
3 καρδιακή
καρδιακόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
5 недостаточность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаточность
-
6 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
7 болезнь
болезн||ьж ἡ ἀρρώστια, ἡ ἀσθένεια, ἡ νόσος:заразная \болезнь ἡ μεταδοτική ἀσθένεια, ἡ κολλητική ἀρρώστια; хроническая \болезнь ἡ χρονία ἀσθένεια; \болезнь сердца ἡ καρδιακή πάθηση; перенести \болезнь περνῶ ἀρρώστια; оправиться от \болезньи γίνομαι καλά, ἀνακτώ τήν ὑγεία μου, ἀναρρωνύω; ◊ морская \болезнь ἡ ναυτία, ἡ ναυτίαση. -
8 припадок
припад||окм ἡ κρίση, ὁ παροξυσμός:сердечный \припадок ἡ καρδιακή προσβολή· \припадок гнева ἡ ἔξαψη ὁργής. -
9 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο. -
10 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
11 ανεπάρκεια
η1) недостаточность; недостаток; нехватка;καρδιακή ανεπάρκεια мед. — сердечная недостаточность;
2) неспособность; непригодность;υπηρεσιακή ανεπάρκεια — непригодность к службе
-
12 καρδιακός
-
13 πάθηση
[-ις (-εως)] η болезнь, недуг;καρδιακή πάθηση — болезнь сердца
-
14 προσβολή
η1) оскорбление, обида;βαρεία ( — или μεγάλη) προσβολ — тяжёлое оскорбление;
προσβολή της τιμής (των ηθών) — оскорбление чести (нравов);
υφίσταμαι προσβολή — подвергаться оскорблению;
ανέχομαι προσβολές — терпеть обиды;
καταπίνω τη προσβολή — проглотить обиду;
αυτό δεν είναι προσβολή — это не оскорбительно;
τί προσβολ! — какое оскорбление!;
2) атака, нападение;υφίσταμαι προσβολή — подвергаться нападению;
3) воен, поражение (цели);4) мед. поражение;η προσβολή τού οργανισμού (τού νεφρού) — поражение организма (почки);
5) мед. приступ, атака;καρδιακή προσβολ — сердечный приступ;
εγκεφαλική προσβολ — инсульт;
6) юр. оспаривание законности (чего-л.), требование об аннулировании (чего-л.);η προσβολή της διαθήκης — требование пересмотра завещания;
7) галоп (лошади) -
15 χώρα
η1) страна, государство; 2) область, район; 3) местность; край; 4) город; столица; 5) анат. область;καρδιακή χώρα — область сердца;
§ λαμβάνω χώρα — иметь место, происходить, состояться
-
16 heart attack
(a sudden failure of the heart to function correctly, sometimes causing death: My father has had a slight heart attack.) καρδιακή προσβολή -
17 область
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. περιοχή•северные -и европы οι βόρειες περιοχές της Ευρώπης.
|| διοικητική περιοχή•автономная область αυτόνομη περιοχή•
ленинградская область η περιοχή του Λένινγκραντ.
|| (προεπαν.) νομός.2. ζώνη•тропическая область εύκρατη ζώνη •область вечной мерзлоты κατεψυγμένη ζώνη.
3. (ανατ.) χώρα, χώρος•боль в -и сердца πόνος στην καρδιακή χώρα.
4. τομέας, κλάδος• σφαίρα•область в -и науки и техники στον τομέα της επιστήμης και της τεχνικής.
εκφρ.отойти в область предания ή воспоминаний и т. п. – ανάγομαι (ανήκω) στο παρελθόν, στην ιστορία, σβήνω, χάνομαι. -
18 приступ
-а α.1. παλ. αρχή, έναρξη2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).3. παροξυσμός, κρίση•приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•
приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•
сердечный приступ καρδιακή κρίση.
4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.5. (στρατ.) έφοδος•взять -ом παίρνω με έφοδο.
εκφρ.- у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις). -
19 сердечный
επ.1. καρδιακός, της καρδιάς•-припадок καρδιακή κρίση•
-ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•
-ая мышца το μυοκάρδιο•
сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.
|| της καρδιάς, για την καρδιά•-ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..
2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•-ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•
друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•
сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.
|| ειλικρινής•-ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•
характер ειλικρινής χαρακτήρας•
сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.
3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα.
См. также в других словарях:
καρδιακή ανεπάρκεια — Βλ. λ. καρδιά (Καρδιακή ανεπάρκεια) … Dictionary of Greek
καρδιακῇ — καρδιακός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακή — καρδιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
καρδιαλγία — η (Α καρδιαλγία) [καρδιαλγής] νεοελλ. ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα τού στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός αρχ. πόνος τού στομάχου … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek
οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… … Dictionary of Greek
περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… … Dictionary of Greek
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek