-
1 καπ
эп. = κατά перед словами с начальными π или φ κὰπ πεδιον Hom. = κατὰ πεδιον; κὰπ φάλαρα Hom. = κατὰ φάλαρα -
2 καππεδιον
См. также в других словарях:
καπ — κάπ (Α) επικ. τ. τού κατά πριν από π ή φ («κὰπ πεδίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά με αποκοπή τού τα και αφομοίωση προς το αρκτικό σύμφωνο τής επόμενης λ. (πρβλ. και κὰγ γόνυ=κατὰ γόνυ)] … Dictionary of Greek