Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κανέν

  • 1 κανείς

    καμμία, κανέν см. κανένας 1, 2;

    § τί να πεί (σκεφτεί) κανείς! — что тут можно сказать (подумать)!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κανείς

  • 2 κανένας

    καμ(μ)ιά, κανένα αντων.
    1) (с отриц.) никто, ничто; никакой;

    κανένας δεν είναι — никого нет;

    σε καμιά περίπτωση ни в коем случае;
    με κανένα τρόπο никоим образом;

    κανέν να λείψει απ' το μάθημα — на занятиях должны быть все;

    2) кто-либо, что-либо;
    кто-нибудь, что-нибудь;

    θέλει κανένας να μιλήσει; — хочет ли кто-нибудь выступить?;

    3) около, почти;
    μαζεύτηκαν καμιά (ε1)κοσαριά собралось около двадцати человек;

    υστέρα από κανένα μήνα — примерно через месяц;

    περίμενα κανένα τέταρτο — я ждал около пятнадцати минут;

    4) некий;
    какой-нибудь, какой-либо; καμιά κυρά Κατίνα некая госпожа Катина; § καμιά φορά а) иногда; иной раз; б) никогда;

    ένας καν κανένας — посл, один в поле не воин

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κανένας

См. также в других словарях:

  • κάνεν — καίνω kill aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανείς — καμία, κανέν(α) (Μ κανείς, καμία, κανέν) βλ. κανένας …   Dictionary of Greek

  • κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… …   Dictionary of Greek

  • ολοκαί(γ)ω — καίω κάτι εντελώς, κατακαίω, κάνω στάχτη («μαγάρι να μ ολόκαιγε, να μέ κανεν αθάλη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • εἰσαφίκανεν — εἰσαφί̱κανεν , εἰσαφικάνω imperf ind act 3rd sg εἰσαφικάνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίκανεν — ἀφί̱κανεν , ἀφικάνω arrive at imperf ind act 3rd sg ἀφικάνω arrive at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφίκανεν — ἐφί̱κανεν , ἐφικάνω imperf ind act 3rd sg ἐφικάνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵκανεν — ἵ̱κανεν , ἱκάνω come imperf ind act 3rd sg ἱκάνω come imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»