-
1 горбатый
См. также в других словарях:
καμπουρωτός — ή, ό [καμπούρα] αυτός που έχει καμπούρα, κύρτωση, ο καμπούρης, ο κυρτός («καμπουρωτή μύτη»). επίρρ... καμπουρωτά με καμπουρωτό τρόπο, κυρτά … Dictionary of Greek
καμπουρωτός, -ή -ό — αυτός που έχει καμπούρα: Η μύτη του είναι καμπουρωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκυρτος — η, ο (Μ ἀνάκυρτος, ον) ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + κυρτός < κυρτός. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω] … Dictionary of Greek
επίκυφος — ἐπίκυφος, ον (Α) επίκυρτος, λίγο σκυφτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κυφός «καμπουρωτός»] … Dictionary of Greek
καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
κυμπώδης — κυμπώδης, ῶδες (Μ) [κύμπος] καμπουρωτός … Dictionary of Greek
προκάμπυλος — ον, Α 1. αυτός που είναι λυγισμένος προς τα εμπρός, καμπουριασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκάμπυλον βοτ. το φυτό αβρότονο ή αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καμπύλος «κυρτός, καμπουρωτός»] … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο κυρτός, καμπουρωτός: Η επιφάνεια αυτή είναι καμπύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουρλωτός — ή, ό τουρλωμένος, φουσκωτός, καμπουρωτός: Τουρλωτή κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχήμα φούσκας, ο φουσκωμένος, ο εξογκωμένος. 2. κυρτός, καμπουρωτός, τουρλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)