-
1 καλλιεργώ
(ε) μετ.1) обрабатывать, возделывать (землю); 2) разводить, культивировать; 3) перен. культивировать, распространять; пропагандировать; насаждать (что-л, хоро- шее); 4) перен. разжигать, сеять (ненависть, вражду); 5) усердно заниматься (чём-л.); совершенствовать (свои знания) -
2 καλλιεργώ
[каллиэрго] р. культивировать растения,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλλιεργώ
-
3 καλλιεργώ
[каллиэрго] ρ культивировать растения. -
4 καλλιεργώ
cultiver -
5 καλλιεργώ
1) hodować czas.2) kultywować czas.3) uprawiać czas. -
6 καλλιεργώ
1) kultivovat2) obdělat3) obdělávat4) pěstovat5) vzdělávat -
7 καλλιεργώ
1) cultivate2) nourishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καλλιεργώ
-
8 cultiver
καλλιεργώ -
9 kultivovat
καλλιεργώ -
10 obdělat
καλλιεργώ -
11 obdělávat
καλλιεργώ -
12 pěstovat
καλλιεργώ -
13 vzdělávat
καλλιεργώ -
14 hodować
καλλιεργώ -
15 kultywować
καλλιεργώ -
16 uprawiać
καλλιεργώ -
17 возделывать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возделывать
-
18 обработать
ρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω•обработать деталь δουλεύω το εξάρτημα•
обработать кожу αργάζω το δέρμα•, обработать кислотой επεξεργάζομαι με οξύ•
обработать статью δουλεύω το άρθρο.
|| καθαρίζω•обработать рану καθαρίζω την πληγή.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλιεργώ•обработать землю καλλιεργώ τη γη•
обработать свой стиль καλλιεργώ το δικό μου στυλ.
3. μτφ. δουλεύω, κάνω του χεριού μου, καταφέρνω.4. μτφ. (απλ.) ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω.επεξεργάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 обрабатывать
обрабатывать, обработать επεξεργάζομαι, καλλιεργώ (землю)* * *= обработатьεπεξεργάζομαι, καλλιεργώ ( землю) -
20 развести
развести 1) (вырастить) αναπαράγω, ανατρέφω* καλλιεργώ (растения) 2) (растворить) διαλύω, αραιώνω* * *2) ( растворить) διαλύω, αραιώνω
См. также в других словарях:
καλλιεργώ — καλλιεργώ, καλλιέργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλλιεργώ — (AM καλλιεργῶ, έω) [καλλίεργος] κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών νεοελλ. 1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες») 2. εξασκώ κάποια… … Dictionary of Greek
καλλιεργώ — καλλιέργησα, καλλιεργήθηκα, καλλιεργημένος 1. δουλεύω τα κτήματα: Το χωράφι αυτό είναι καλλιεργημένο. 2. ασχολούμαι με κάτι: Καλλιεργεί τα γράμματα και τις επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… … Dictionary of Greek
γεωργώ — ( έω) (AM γεωργῶ, έω) [γεωργός] καλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργός αρχ. μσν. καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνω αρχ. 1. παράγω 2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι 3. αποκομίζω κέρδος … Dictionary of Greek
διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω … Dictionary of Greek
επεργάζομαι — ἐπεργάζομαι (Α) 1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῡ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.) 2. καλλιεργώ, οργώνω 3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία 4. συζητώ, πραγματεύομαι 5. παθ. είμαι… … Dictionary of Greek
ημερώνω — και μερώνω (AM ἡμερῶ, όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος] 1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω 2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ 3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω νεοελλ. 1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι,… … Dictionary of Greek
καταγεωργώ — καταγεωργῶ, έω (Α) καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)] … Dictionary of Greek
κατακηπεύω — (Μ) καλλιεργώ κήπο, φυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κηπεύω «καλλιεργώ κήπο» (< κῆπος)] … Dictionary of Greek
κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek