Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλλίστως

См. также в других словарях:

  • καλλίστως — (AM) επίρρ. βλ. κάλλιστος …   Dictionary of Greek

  • Καλλίστως — Κάλλιστος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστως — καλός beautiful adverbial καλός beautiful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρκάς — Μυθολογικό πρόσωπο.Γιος του Δία και της Καλλιστώς, που εκπολίτισε την Αρκαδία και βασίλεψε σε αυτήν. Α. ήταν επίσης και επώνυμο του Απόλλωνα. * * * ο (Α Ἀρκάς, άδος) ο κάτοικος της Αρκαδίας αρχ. ο αρκαδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υποτεθείσα …   Dictionary of Greek

  • κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… …   Dictionary of Greek

  • Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»