-
1 κακότατα
κακότᾱτα, κακότηςbadness: fem acc sg -
2 κακότης
κακότης, ητος, ἡ, Schlechtigkeit, Untüchtigkeit, Unbrauchbarkeit zu Etwas, bei Kriegern Feigheit; Il. 2, 368. 15, 721 Od. 24, 455; καὶ δειλία Thuc. 5, 100; sittliche Schlechtigkeit, Nichtswürdigkeit, Frevel, Il. 3, 366; Ggstz ἀρετή Hes. O. 285; πῶς με κελεύεις κακότητ' ἀσκεῖν Aesch. Prom. 1068; τὰς ἐντὸς κακότητας, die inneren Fehler, Plat. Ax. 366 a; συμφορὰν ἄνευ κακότητος καὶ αἰσχύνης γί. νεσϑαι Antiph. 6, 1. – Häufig = κακόν, Unglück, Leiden, bei Hom. oft, bes. Kriegsnoth, Il. 11, 382. 12, 332; αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Hom. Odyss. 19, 360 Hes. O. 93; ἐς κακότατα βαλεῖν τινα Pind. P. 2, 35; ἤνεγκον κακότητα Soph. O. C. 525, wie El. 228; Her. 2, 128.
-
3 κρύπτω
κρύπτω (κρύπτε, -έτω; -ειν: aor. κρύψε(ν), (ἔ)κρυψαν; κρύψαι: med. pf. κε̆κρυπται: pass. κε̆κρύφθαι: plupf. κέκρυπτο.)a concealκρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις O. 6.31
μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος keep in obscurity O. 7.92ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων lower my gaze N. 10.40 ταύταν (sc. κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6. τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον concealed in shadow of Aigina, the nymph and island Pae. 6.138 med., ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10. pass., ἀλλ' ἔν/ κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ (sc. Ἴαμος: ἐγκέ- κρυπτο, -ετο codd., corr. Boeckh. Snell) O. 6.54φαντὶ δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57
b buryτὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις N. 9.25
ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74
-
4 σκότος
σκότος (τό: but cf. Barrett on Eur., Hipp. 192.) = σκότος infra. ταύταν (sc. ? κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν ( σκότῳ coni. Schneidewin) fr. 42. 6. κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 3.------------------------------------σκότος (ὁ.)1 darkness ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ sc. in the underworld fr. 130 ad Θρ. 7. met., τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; O. 1.83γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.40
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
См. также в других словарях:
κακότατα — κακότᾱτα , κακότης badness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)