Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κακός

  • 1 κακός

    [какое] εκ. плохой, нехороший

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κακός

  • 2 кокос

    [κακός] ουσ. α. φοινικοκαρύα

    Русско-греческий новый словарь > кокос

  • 3 кокос

    [κακός] ουσ α φοινικοκαρύα

    Русско-эллинский словарь > кокос

  • 4 злой

    επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.
    1. κακός•

    злой человек κακός άνθρωπος•

    -е начало κακή αρχή•

    злой дух το κακό πνεύμα•

    злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•

    быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•

    злэ.я судьба κακή τύχη•

    злой недуг κακιά άρρωστεια•

    злое дело κακή πράξη.

    2. όλος κακία.
    3. οργισμένος, αγριεμένος.
    4. καυτερός, οξύς•

    -я горчица καυτερό σινάπι•

    злой перец καυτερό πιπέρι•

    злой табак βαρύς καπνός.

    || μτφ. δηκτικός•

    злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•

    -я карикатура δηκτική γελοιογραφία•

    злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.

    5. δυνατός, γερός•

    злой мороз δυνατό κρύο•

    -я буря δυνατή θύελλα.

    || μανιώδης•

    злой рыбак μανιώδης ψαράς.

    εκφρ.
    - ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > злой

  • 5 вредный

    вредный βλαβερός, κακός επικίνδυνος (опасный) \вредныйая привычка η κακή συνήθεια \вредный для здоровья ανθυγιεινός
    * * *
    βλαβερός, κακός; επικίνδυνος ( опасный)

    вре́дная привы́чка — η κακή συνήθεια

    вре́дный для здоро́вья — ανθυγιεινός

    Русско-греческий словарь > вредный

  • 6 злобный

    Русско-греческий словарь > злобный

  • 7 злой

    Русско-греческий словарь > злой

  • 8 нехороший

    нехороший κακός, άσχημος
    * * *
    κακός, άσχημος

    Русско-греческий словарь > нехороший

  • 9 плохой

    плохой άσχημος· κακός (скверный)· \плохойое настроение η κακή διάθεση,.η κακοκεφιά· \плохойая погода η κακοκαιρία
    * * *
    άσχημος; κακός ( скверный)

    плохо́е настрое́ние — η κακή διάθεση, η κακοκεφιά

    плоха́я пого́да — η κακοκαιρία

    Русско-греческий словарь > плохой

  • 10 погода

    погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού
    * * *
    ж
    ο καιρός

    хоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός

    плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός

    (сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο

    сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση

    прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού

    Русско-греческий словарь > погода

  • 11 дурной

    дурн||о́й
    прил
    1. κακός, χημος:
    \дурнойо́й вкус τό κακό γούστο· эй запах ἡ κακοσμία, ἡ ἀποφορά· \дурнойо́й рактер ὁ κακός χαρακτήρας· \дурнойой призы τό ἄσχημο σημάδι· \дурнойые привычки κακές συνήθειες· \дурнойая слава ἡ κακή μη· \дурнойой мальчишка τό παληόπαιδο, ἀνάγωγο παιδί· истолковать в \дурнойу́ю эрону παρεξηγώ· быть на \дурнойо́м счету ἐχουν σέ κακό μάτι·
    2. (некрасивый) χημος:
    она не дурна εἶναι νοστι-δλα.

    Русско-новогреческий словарь > дурной

  • 12 злой

    злой
    прил
    1. κακός:
    \злой умысел ἡ κακή πρόθεση, ὁ κακός σκοπός·
    2. (сильный) ἄγριος, δυνατός· ◊ злые языки́ οἱ κακές γλώσσες.

    Русско-новогреческий словарь > злой

  • 13 недобрый

    недобр||ый
    прил
    1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):
    \недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·
    2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:
    \недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > недобрый

  • 14 плохой

    плох||о́й
    прил κακός, ἀσχημος:
    \плохойая видимость ἡ κακή ὀρατότητα [-ης]· \плохойо́е здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \плохойо́е настроение ἡ κακοδιαθεσία, ἡ κακή διάθεση, ἡ κακοκεφιά· \плохойая пища ἡ κακή τροφή· \плохой почерк ὁ δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· \плохой£я привычка ἡ ἀσχημη συνήθεια· \плохой человек κακός (или ἀνάποδος) ἄνθρωπος· он о́чень плох εἶναι σέ κακό χάλι, εἶναι πολύ ἄσχημα· его́ дела плохи οἱ δουλειές του πηγαίν-ιον ἄσχημα· ◊ с иим шутки плохи разг δέν χωρατεύει, δέν σηκώνει χωρατά, δέν ἀστειεύεται.

    Русско-новогреческий словарь > плохой

  • 15 зловещий

    επ., βρ: -вещ, -а, -о
    κακός, απαίσιος, αποτρόπαιος, -ιαστικός• κάκιστος•

    -голос απαίσια φωνή•

    -ие признаки κακά σημάδια•

    зловещий сон κακό (άσχημο) όνειρο•

    -ее преступление στυγερό έγκλημα•

    -ее карканье απαίσιος κρωγμός•

    -ая птица κακός οιωνός.

    || βλοσυρός• δεινός• φοβερός•

    -ая тишина φοβερή ησυχία•

    зловещий кашель φοβερός βήχας.

    Большой русско-греческий словарь > зловещий

  • 16 плохой

    επ., βρ: плох, плоха, плохо.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая погода άσχημος καιρός, κα-κόκαιρος, παλιόκαιρος•

    -йе условия άσχημες συνθήκες•

    плохой человек κακός άνθρωπος•

    плохой характер άσχημος χαρακτήρας•

    -йе вести άσχημες ειδήσεις, κακά μαντάτα•

    плохой пример κακό παράδειγμα.

    || αδέξιος• ανάξιος, αναξιόλογος•

    писатель αναξιόλογος συγγραφέας.

    2. ουσ. ουδ. -ое το κακό, το άσχημο•

    никто -ого про вас не говорил κανένας δεν είπε κακό για σας.

    || αδύνατος, αδύναμος, εξαντλημένος (για ασθενή, γέροντα).
    εκφρ.
    - ому пути – παίρνω άσχημο δρόμο (στη ζωή)•
    шутки -и с ним – μη κάνεις αστεία με αυτόν, δε σηκώνει αστεία.

    Большой русско-греческий словарь > плохой

  • 17 скверный

    επ.
    1. αχρείος, αισχρός• χυδαίος•

    скверный человек αχρείος άνθρωπος.

    || άσχημος, κακός, αποκρουστικός, δυσάρεστος•

    скверный залах άσχημη μυρουδιά.

    || (για λόγια) άσεμνος, απρεπής.
    2. κακός, άσχημης κατάστασης•

    -ая дорога κακόδρομος, παλιόδρομος•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > скверный

  • 18 худой

    επ., βρ: худ, худа, худо, худее αδύνατος, ισχνός• ξερακιανός, λιπόσαρκος•

    очень худой человек κάτισχνος άνθρωπος, τσίρος.

    επ., βρ: худ, худа
    -о; хуже κ. худее, худший.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая слава η κακή φήμη•

    худой мир ο κακός κόσμος, οι κακοί άνθρωποι.

    ουσ. το κακό•

    я от тебя -ого не видел εγώ από σένα κακό δεν είδα.

    2. τρύπιος, φθαρμένος•

    -ое ведро τρύπιος κουβάς•

    -ое в рукавах пальто τρύπιο πανωφόρι στα μανίκια.

    Большой русско-греческий словарь > худой

  • 19 непроводник

    физ. ο μη αγωγός
    ο κακός αγωγός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непроводник

  • 20 бесхозяиственный

    бесхозяи́ственн||ый
    прил κακός διαχειριστής, τσαπατσούλης.

    Русско-новогреческий словарь > бесхозяиственный

См. также в других словарях:

  • κακός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. βλαβερός, δυσάρεστος, επιζήμιος: Να φυλάγεσαι από την κακιά την ώρα. 2. ελαττωματικός, ανάξιος, αδέξιος: Ο κακός μαθητής δεν προβιβάζεται. 3. πονηρός, χαιρέκακος: Αυτός είναι κακός άνθρωπος. 4. αυτός που γίνεται ή κάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακός — bad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • Κακὸς κακὸν ἡγηλάζει… — См. Масть к масти подбирается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κακά — κακός bad neut nom/voc/acc pl κακά̱ , κακός bad fem nom/voc/acc dual κακά̱ , κακός bad fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίω — κακός bad neut acc comp pl κακός bad neut nom comp pl κακός bad masc/fem acc comp sg κᾱκίω , κηκίω gush pres subj act 1st sg (doric) κᾱκίω , κηκίω gush pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακώτερον — κακός bad adverbial comp (epic) κακός bad masc acc comp sg (epic) κακός bad neut nom/voc/acc comp sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτέρων — κακός bad fem gen comp pl (epic) κακός bad masc/neut gen comp pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίονα — κακός bad neut nom/voc/acc comp pl κακός bad masc/fem acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίους — κακός bad masc/fem nom/acc comp pl κακός bad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίστων — κακός bad fem gen pl κακός bad masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»