Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κακοπραγμοσύνη

См. также в других словарях:

  • κακοπραγμοσύνη — evil doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπραγμοσύνῃ — κακοπραγμοσύνη evil doing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπραγμοσύνη — η (Α κακοπραγμοσύνη) [κακοπράγμων] κακή πράξη, ενασχόληση με το κακό …   Dictionary of Greek

  • κακοπραγμοσύναι — κακοπραγμοσύνη evil doing fem nom/voc pl κακοπραγμοσύνᾱͅ , κακοπραγμοσύνη evil doing fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπραγμοσύνην — κακοπραγμοσύνη evil doing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπραγμοσύνης — κακοπραγμοσύνη evil doing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπραγμοσύνας — κακοπραγμοσύνᾱς , κακοπραγμοσύνη evil doing fem acc pl κακοπραγμοσύνᾱς , κακοπραγμοσύνη evil doing fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»