-
1 κακοεργία
κᾱκοεργί̱ᾱ, κακουργίαwickedness: fem nom /voc /acc dual (epic)κᾱκοεργί̱ᾱ, κακουργίαwickedness: fem nom /voc sg (attic epic doric aeolic)——————κᾱκοεργί̱ᾱͅ, κακουργίαwickedness: fem dat sg (attic epic doric aeolic) -
2 κακοεργίᾳ
Βλ. λ. κακοεργία -
3 κακοεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργία
-
4 κακουργία
A wickedness, villainy, malice,ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ ἀμείνων Od.22.374
, cf. Th.1.37, etc.; of a horse, vice, X.Eq.Mag. 1.15: in pl., malpractices,τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κ. τῶν πωλούντων Pl.Lg. 917e
:κ. καὶ ἀπάται καὶ δολώσεις X.Cyr.1.6.28
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακουργία
См. также в других словарях:
κακοεργία — κακοεργία, ἡ (Α) βλ. κακουργία … Dictionary of Greek
κακοεργία — κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual (epic) κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργίᾳ — κᾱκοεργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek