-
1 καθαπτω
чаще med., ион. κατάπτομαι1) привязывать, прикреплять(τι ἀμφὴ σώματος δεσμοῖς Eur.)
2) укреплять(τι ἐπὴ τέν γῆν Xen.; τέν πρῶρραν εἰς ἀκίνητον Polyb.)
3) связывать, скреплять(φανερὸν …τὰ ὀστέα καθάπτειν τὰ νεῦρα Arst.)
4) набрасывать, накидывать, надевать(ὤμοις τινὸς ἀμφίβληστρον Soph.)
βρόχῳ καθημμένη Soph. — (Антигона) с накинутой (на шею) петлей;σκευῇ πρεπόντως σῶμ΄ ἐμὸν καθάψομαι Eur. — я надену на себя соответствующую одежду5) преимущ. med. схватывать(βρέφεος χείρεσσι Theocr.)
ἔχιδνα καθῆψε τῆς χειρός αὐτοῦ NT. — гадюка вцепилась ему в руку;6) med. простираться, проникать, доходить, достигать7) med. подходить, приближаться (к кому-л. с речью), обращаться(τινα ἐπέεσσι μαλακοῖσιν Hom.; λόγῳ δήκτῃ Plut.)
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Hom. — обратившись с неприязненной речью8) med. нападать, бранить, порицать(πικρῶς τινος Plut.)
ἐπειδή μου Νικίας καθήψατο Thuc. — поскольку Никий выступил с нападками на меня9) med. просить чьим-л. именем, призывать в свидетелиΔημαράτου τε καὴ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος Her. — ссылаясь на Демарата и других свидетелей -
2 καθάπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθάπτω
-
3 καθάπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καθάπτω
-
4 καθάπτω
схватывать, цепляться, вцепиться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθάπτω
-
5 καθαπτος
3(adj. verb. к καθάπτω См. καθαπτω)1) снабженный, вооружившийся(θύρσοισι Eur.)
2) одетый, окутанный(νεβρῶν δοραῖς Eur.)
-
6 καταπτομαι
ион. = καθάπτω См. καθαπτω -
7 περικαθαπτω
-
8 2510
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2510
См. также в других словарях:
καθάπτω — fasten pres subj act 1st sg καθάπτω fasten pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek
καθαψόμενον — καθάπτω fasten fut part mid masc acc sg καθάπτω fasten fut part mid neut nom/voc/acc sg καθᾱψόμενον , καθάπτω fasten futperf part mp masc acc sg (doric aeolic) καθᾱψόμενον , καθάπτω fasten futperf part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαψόμεθα — καθάπτω fasten aor subj mid 1st pl (epic) καθάπτω fasten fut ind mid 1st pl καθᾱψόμεθα , καθάπτω fasten futperf ind mp 1st pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάπτῃ — καθάπτω fasten pres subj mp 2nd sg καθάπτω fasten pres ind mp 2nd sg καθάπτω fasten pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάψαι — καθάπτω fasten perf ind mp 2nd sg (doric ionic aeolic) καθάπτω fasten aor inf act καθάψαῑ , καθάπτω fasten aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάψασθε — καθάπτω fasten aor imperat mid 2nd pl καθά̱ψασθε , καθάπτω fasten aor ind mid 2nd pl (doric aeolic) καθάπτω fasten aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάψατε — καθάπτω fasten aor imperat act 2nd pl καθά̱ψατε , καθάπτω fasten aor ind act 2nd pl (doric aeolic) καθάπτω fasten aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάψεται — καθάπτω fasten aor subj mid 3rd sg (epic) καθάπτω fasten fut ind mid 3rd sg καθά̱ψεται , καθάπτω fasten futperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάψομαι — καθάπτω fasten aor subj mid 1st sg (epic) καθάπτω fasten fut ind mid 1st sg καθά̱ψομαι , καθάπτω fasten futperf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβητε — καθάπτω fasten aor imperat pass 2nd pl (ionic) κατά̱βητε , καθάπτω fasten aor ind pass 2nd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) καθάπτω fasten aor ind pass 2nd pl (ionic) καταβαίνω go aor imperat act 2nd pl καταβαίνω go aor ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)