-
1 καθυπερτερος
ион. κᾰτῠπέρτερος 3более сильный, превосходящий(τῷ πολέμῳ Her.)
πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι Thuc. — (сиракузцы полагали, что) на их стороне большое преимущество;τέν πόλιν ἐν πολέμῳ καθυπερτέραν τῶν ἀντιπάλων ποιεῖν Xen. — помочь государству одержать победу над (его) противниками -
2 καθυπερτατος
ион. κᾰτῠπέρτᾰτος 3(superl. к καθυπέρτερος См. καθυπερτερος) наиболее высокий
См. также в других словарях:
καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… … Dictionary of Greek
καθυπέρτερος — above masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτεραι — καθυπέρτερος above fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)