-
1 зеркало
-
2 зеркало
зеркалос ὁ καθρέφτης, τό κάτοπτρον:ручное \зеркало τό καθρεφτάκι· смотреться в \зеркало κυττάζομαι στον καθρέφτη· ◊ кривое \зеркало κοίλος ἡ κυρτός καθρέφτης. -
3 транец
мор. о άβακας της πρύμνης, разг. о καθρέφτης της πρύμνης, η κορώνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транец
-
4 рефлектор
рефлект||орм ὁ ἀντανακλαστήρας, ὁ ἀντανακλαστικός καθρέφτης. -
5 трельяж
трельяжм1. (зеркало) ὁ τρίπτυχος καθρέφτης·2. (решетка) τό δικτυωτό[ν]. -
6 трюмо
трюмос нескл. ὁ καθρέφτης τουαλέτας. -
7 тусклый
ту́ск||лыйприл1. ἀμυδρός, θαμπός:\тусклыйлые стекла τά θαμπά γυαλιά, τζάμια· \тусклыйлое зеркало ὁ θαμπός καθρέφτης· \тусклый свет τό ἀμυδρό φῶς·2. перен θολός, χωρίς ἐκφραση (о глазах)Ι(ίχαρος, ἀνιαρός (скучный):\тусклый взгляд τό θολό βλεμ-μα. -
8 трельяж
[τριλ’γιάς] ουσ. α. τρίπτυχος καθρέφτης -
9 трюмо
[τργιουμό] ουσ. ο. καθρέφτης -
10 трельяж
[τριλ’γιάς] ουσ α τρίπτυχος καθρέφτης -
11 трюмо
[τργιουμό] ουσ ο καθρέφτης -
12 зеркало
-а πλθ. -ла, -ал ουδ.1. καθρέφτης, κάτοπτρο•ручное зеркало καθρεφτάκι•
смотреться в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη, καθρεφτίζομαι.
|| μτφ. γαλήνη υδάτινης επιφάνειας.2. πλήρης απεικόνηση.3. επιφάνεια. -
13 зерцало
-а ουδ.1. παλ. καθρέφτης.2. έμβλημα με πρίσμα και κάτω απ αυτό διατάγματα του Πέτρου I.3. ασπίδα 14-17 αι. -
14 кривой
επ., βρ: крив, крива, криво.1. κυρτός, καμπύλος, λυγισμένος, γυριστός•-я сабля κυρτό σπαθί. || στραβός, στρεβλός•человек с -ыми ногами άνθρωπος στραβοπόδαρος.
|| λοξός, πλάγιος•-я линия λοξή γραμμή.
2. ουσ. θ. -ая λοζή γραμμή.3. βλ. кривоглазый.4. παλ. άδικος, ψεύτικος, μη σωστός.εκφρ.- ая улыбка – ψευτοχαμόγελο –ое зеркало καθρέφτης που παραμορφώνει•улыбаться (усмехаться) -о – πικροχαμογελώ• χαμογελώ ειρωνικά•- я вывезет (вынесет) – μπορεί να το πάει ο διάβολος και γίνει•куда -я не (ни) вывезет (вынесет) – όπου το βγάλει η άκρη, ας γίνει ό,τι θέλει•на -ой не объедешь его – δεν τον ξεγελάς με τίποτε. -
15 настенный
επ.επιτοίχιος, του τοίχου•календарь ημερολόγιο του τοίχου•
-ое зеркало επιτοίχιος καθρέφτης,• -ая живопись τοιχογραφία•
настенный телефон επιτοίχιο τηλέφωνο.
-
16 рефлекторный
επ.ανακλαστήριος•-ое зеркало ανακλα.στήρ ιος καθρέφτης.
επ.αντανακλαστικός• ανακλαστικός•-ое движение ανακλαστική κίνηση.
-
17 трюмо
ουδ. άκλ.1. καθρέφτης ψηλός (κυρίως στο διάθυρο).2. (αρχτ.) διάθυρο διακοσμημένο. -
18 фигурный
επ., βρ: -рен, -рна, ярно.1. φιγουράτος•-ое зеркало φιγουράτος καθρέφτης.
|| σχεδιαστικός, για σχέδια•фигурный рубанок πλάνη για σχέδια.
2. με φιγούρες•фигурный вальс βαλς με φιγούρες•
-ое катание παγοδρομία με φιγούρες, καλλιτεχνικό πατινάζ.
|| για φιγούρες-фигурныйые коньки παγοπέδιλα για φιγούρες.3. παλ. βλ. фигуральный.4. ανθρώπινος, προσωπικός•-ая живопись προσωπογραφία (σε αντίθεση με τη ζωγραφική της φύσης).
|| εύσωμος, ευσώμα-τος, καλλίσωμος.εκφρ.фигурный полт – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες.
См. также в других словарях:
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek
καθρέφτης — ο γυάλινη επιφάνεια που αντανακλά τα πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονται μπροστά της: Έφυγα από το σπίτι χωρίς να κοιταχτώ στον καθρέφτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
καθρεφτάκι — το (υποκορ. τού καθρέφτης) μικρός καθρέφτης … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
καθρεφτάκι — το υποκορ. του καθρέφτης μικρός καθρέφτης: Κάθε κυρία έχει και ένα καθρεφτάκι μέσα στην τσάντα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
Yannis Yfantis — (born 1949 in Raina in the Etoloakarnania prefecture in Greece) is a Greek poet who is awarded with the Cavafy Award. He was born in 1949 in Raina in the Etoloakarnania prefecture near Agrinio. He was presented to the Thessaloniki Public… … Wikipedia