-
1 καθείρξα
-
2 καθεῖρξα
-
3 καθείρξας
καθείρξᾱς, κατείργωshut in: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 καθείρξασα
καθείρξᾱσα, κατείργωshut in: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 καθείρξασι
καθείρξᾱσι, κατείργωshut in: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
6 καθειργνυμι
ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)1) запирать, заключать(τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τέν σκηνήν τινα Plut.)
οἱ ἐπὴ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. — осужденные на смерть узники;κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κακίαν Plut. — целиком предаться пороку2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать(τέν μακρολογίαν Plat.)
-
7 καθείρξ'
καθεῖρξα, κατείργωshut in: aor ind act 1st sg (attic)καθεῖρξο, κατείργωshut in: plup ind mp 2nd sg (attic)καθεῖρξο, κατείργωshut in: perf imperat mp 2nd sg (attic)καθεῖρξε, κατείργωshut in: aor ind act 3rd sg (attic)καθεῖρξαι, κατείργωshut in: perf ind mp 2nd sg (attic)καθεῖρξαι, κατείργωshut in: aor inf act (attic) -
8 καθεῖρξ'
καθεῖρξα, κατείργωshut in: aor ind act 1st sg (attic)καθεῖρξο, κατείργωshut in: plup ind mp 2nd sg (attic)καθεῖρξο, κατείργωshut in: perf imperat mp 2nd sg (attic)καθεῖρξε, κατείργωshut in: aor ind act 3rd sg (attic)καθεῖρξαι, κατείργωshut in: perf ind mp 2nd sg (attic)καθεῖρξαι, κατείργωshut in: aor inf act (attic) -
9 καθείργνυμι
A (troch.), etc.:—shut in, confine, usu. of animals or persons,κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238
;οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.
l.c.;τὸν πατέρα.. ἔνδον καθείρξας Ar.V.70
, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht. 197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib. 200c;ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3
;ἐν οἰκίσκῳ D.18.97
.2 rarely of things,καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3
;τὴν σελήνην.. ἐς λοφεῖον Ar.Nu. 751
; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg. 461d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθείργνυμι
См. также в других словарях:
καθεῖρξα — κατείργω shut in aor ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεῖρξ' — καθεῖρξα , κατείργω shut in aor ind act 1st sg (attic) καθεῖρξο , κατείργω shut in plup ind mp 2nd sg (attic) καθεῖρξο , κατείργω shut in perf imperat mp 2nd sg (attic) καθεῖρξε , κατείργω shut in aor ind act 3rd sg (attic) καθεῖρξαι , κατείργω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξας — καθείρξᾱς , κατείργω shut in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξασα — καθείρξᾱσα , κατείργω shut in aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθείρξασι — καθείρξᾱσι , κατείργω shut in aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)