Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καθελκύω

См. также в других словарях:

  • καθελκύω — καθελκύω, καθέλκυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθελκύω — σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)] …   Dictionary of Greek

  • καθελκύω — καθέλκυσα, καθελκύστηκα, καθελκυσμένος, ενεργώ καθέλκυση: Ο γνωστός εφοπλιστής καθέλκυσε και νέο πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαράρω — και αβαρέρνω και αβαραρίζω 1. καθελκύω πλοίο 2. απομακρύνω βάρκα ή άλλο μικρό πλεούμενο από κάπου με τα χέρια, τα κουπιά ή γάντζο 3. απομακρύνω κάτι από κοντά μου, αποφεύγω τον κίνδυνο, αποκρούω, αμύνομαι 4. (η προστ. ως ναυτικός όρος) αβάρα! α)… …   Dictionary of Greek

  • κατέλκω — και κατελκύω (Α) ιων. τ. τού καθέλκω* και καθελκύω, αντίστοιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέλκω ή καθελκύω με ιων. ψίλωση] …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • ακαθέλκυστος — η, ο [καθελκύω] (για πλοία) αυτός που δεν καθελκύστηκε, δεν σύρθηκε για να ριχτεί στη θάλασσα αμέσως μετά τη ναυπήγησή του ή δεν μπορεί να καθελκυστεί …   Dictionary of Greek

  • αποσκαριάζω — [σκαρί] 1. (για πλοία) αφαιρώ τα σκαριά και καθελκύω στη θάλασσα 2. αφαιρώ τα υποστηρίγματα ογκώδους αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»