-
1 καθεδρικός
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > καθεδρικός
-
2 καθεδρικός
η, ό[ν] кафедральный;καθεδρικός ναός — кафедральный собор
-
3 καθεδρικός
[катэдрикос] εκ. кафедральный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθεδρικός
-
4 καθεδρικός
[катэдрикос] επ кафедральный. -
5 καθεδρικός
cathédrale -
6 cathédrale
καθεδρικός -
7 собор
-
8 кафедральный
кафедральныйприл καθεδρικός:\кафедральный собор ὁ καθεδρικός ναός. -
9 собор
1. (храм) о (καθεδρικός) ναός 2. (собрание высшего христианского духовенства) η σύνοδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собор
-
10 собор
соборм1. (церковь) ὁ μητροπολιτικός (или ὁ καθεδρικός) ναός·2. (собрание духовенства) ἡ σύνοδος:вселенский \собор ἡ οἰκουμενική σύνοδος. -
11 ναός
ο храм; церковь;καθεδρικός — или μητροπολιτικός ναός — собор;
§ ναός της Θέμιδος — суд;
ναός της επιστήμης — храм науки, университет
-
12 cathedral
[kə'Ɵi:drəl](the principal church of a district under a bishop.) καθεδρικός ναός -
13 кафедральный
[καφιντράλ'νυϊ] εκ. καθεδρικός -
14 кафедральный
[καφιντράλ'νυϊ] επ καθεδρικός -
15 кафедральный
επ.στην έκφραση: кафедральный собор ή церковь καθεδρικός ναός. -
16 собор
-а α.1. (προεπαν.) συνέλευση, σύνοδος (διοικητικών στελεχών).2. (εκκλσ.) σύνοδος•вселенский собор οικουμενική σύνοδος.
3. ναός μητροπολιτικός•кафедральный собор καθεδρικός (μητροπολιτικός) ναός.
-
17 соборный
επ.1. της συνέλευσης, της συνόδου.2. (εκκλσ.) συνοδικός•-ое постановление συνοδική απόφαση.
3. παλ. ομαδικός.4. μητροπολιτικός• καθεδρικός•соборный протоиерей ο πρωθιερέας (αρχιερέας) της μητρόπολης•
колокол η καμπάνα της μητρόπολης.
-
18 katedral
μητρόπολη, καθεδρικός
См. также в других словарях:
καθεδρικός — ή, ό [καθέδρα] αυτός που ανήκει σε επισκοπική έδρα, μητροπολιτικός («καθεδρικός ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cathedrale < λατ. cathedra (πρβλ. καθέδρα) + ale. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
καθεδρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επισκοπική καθέδρα: Παρακολουθήσαμε τη θεία λειτουργία στον καθεδρικό ναό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek