-
1 muhatara
κίνδυνος -
2 danger
κίνδυνος -
3 nebezpečí
κίνδυνος -
4 danger
κίνδυνος -
5 niebezpieczeństwo
κίνδυνος -
6 ryzyko
κίνδυνος -
7 опасность
-и θ.κίνδυνος•смертельная опасность θανάσιμος κίνδυνος•
избежать -и αποφεύγω τον κίνδυνο•
подвергаться -и εκτίθεμαι σε κίνδυνο•
смотреть -и в глаза βλέπω το χάρο με τα μάτια•
мир в -и η ειρήνη σε κίνδυνο•
угрожающая опасность επικείμενος κίνδυνος•
ему угрожает большая опасность αυτός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο•
жизнь его в -и η ζωή του είναι σε κίνδυνο (κινδυνεύει)•
с -ью жизни με κίνδυνο της ζωής.
-
8 опасность
-
9 риск
-
10 серьёзный
серьёзный σοβαρός; σπουδαίος (важный)' \серьёзныйая опасность ο σοβαρός κίνδυνος· \серьёзныйая болезнь η σοβαρή αρρώστια* * *σοβαρός; σπουδαίος ( важный)серьёзная опа́сность — ο σοβαρός κίνδυνος
серьёзная боле́знь — η σοβαρή αρρώστια
-
11 смертельный
смертельный θανάσιμος, θανατηφόρος; \смертельныйая опасность о θανάσιμος κίνδυνος* * *θανάσιμος, θανατηφόροςсмерте́льная опа́сность — ο θανάσιμος κίνδυνος
-
12 угроза
-
13 опасность
опасн||остьж ὁ κίνδυνος:смертельная \опасностьость ὁ θανάσιμος κίνδυνος· предупреждать \опасностьость προλαμβάνω τόν κίνδυνο· подвергаться \опасностьости διατρέχω κίνδυνο· смотреть \опасностьости в глаза ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνο, ἀψηφῶ τόν κίνδυνο· с \опасностьостыо для жизни μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς· отечество в \опасностьости ἡ πατρίδα σέ κίνδυνο, ἡ πατρίς ἐν κινδύνω. -
14 danger
['dein‹ə]1) (something that may cause harm or injury: The canal is a danger to children.) κίνδυνος,απειλή2) (a state or situation in which harm may come to a person or thing: He is in danger; The bridge is in danger of collapse.) κίνδυνος• -
15 взрывоопасность
ο κίνδυνος έκρηξης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > взрывоопасность
-
16 огнеопасность
ο κίνδυνος της φωτιάςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > огнеопасность
-
17 опасность
ο κίνδυνος, η επικινδυνότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опасность
-
18 пожароопасность
ο κίνδυνος πυρκαγιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пожароопасность
-
19 угроза
1. (возможность возникновения чего-л опасного, неприятного) о κίνδυνος, η απειλή 2. (обещание причинить какое-л. зло) η απειλή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угроза
-
20 грозить
гроз||и́тьнесов1. (угрожать) ἀπειλῶ, φοβερίζω·2. (предстоять) ἀπειλῶ:ему \грозитьит серьезная опасность τόν ἀπειλεί σοβαρός κίνδυνος.
См. также в других словарях:
κίνδυνος — κίνδυνος, ο και κίντυνος, ο 1. κακό ή καταστροφή που απειλείται: Διέφυγε τον κίνδυνο. 2. πιθανή δυσάρεστη έκβαση, φόβος πιθανού κακού: Δεν απομακρύνθηκε ο κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — κίνδῡνος , κίνδυνος danger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδυνώ — [κίνδυνος] διατρέχω κίνδυνο, κινδυνεύω … Dictionary of Greek
πολυκίνδυνος — ον, Α 1. πολύ επικίνδυνος 2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους 3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι κίνδυνος, φιλο κίνδυνος] … Dictionary of Greek
бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… … Dictionary of Greek
τριπλοκίνδυνος — ὁ, Μ 1. τριπλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος 2. ως επίθ. ο τρεις φορές επικίνδυνος, πολύ επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος/ οῦς + κίνδυνος] … Dictionary of Greek
Comparison of European road signs — Example of Swiss sign near Lugano Despite an apparent uniformity and standardization, European traffic signs presents relevant differences between countries. However most European countries refer to the 1968 Vienna Convention on Road Signs and… … Wikipedia
Comparaison des panneaux de signalisation routière en Europe — Ceci est une comparaison des panneaux routiers dans 16 pays européens. (Pour voir cet article correctement, assurez vous que la résolution de votre écran est élevée. Sinon, effectuer un zoom arrière de votre navigateur Web) Allemagne, France,… … Wikipédia en Français