Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κίνδυνος

  • 21 серьезный

    серьезн||ый
    прил в разн. знач. σοβαρός, σπουδαίος:
    \серьезныйый человек σοβαρός ἀνθρωπος· \серьезныйая ошибка τό σοβαρό λάθος, τό σοβαρό σφάλμα· \серьезныйая опасность ὁ σοβαρός κίνδυνος· с \серьезныйым видом μέ σοβαρό ὕψος.

    Русско-новогреческий словарь > серьезный

  • 22 угрожать

    угрожа||ть
    несов (кому-л. чем-л.) ἀπειλώ, φοβερίζω:
    нам \угрожатьет большая опасность μας ἀπειλεί μεγάλος κίνδυνος.

    Русско-новогреческий словарь > угрожать

  • 23 угроза

    угроз||а
    ж ἡ ἀπειλἡ, ἡ φοβέρα/ ὁ κίνδυνος (опасность):
    \угроза войны ἡ ἀπειλή πολέμου· действовать \угрозаами ἐνεργώ μέ ἀπειλές· под \угрозаой чего-л. ὑπό τήν ἀπει-λήν ставить под \угрозау ἀπειλώ· прибегать к \угрозаам καταφεύγω σέ ἀπειλές.

    Русско-новогреческий словарь > угроза

  • 24 опасность

    [απάσναστ'] οοσ. θ. κίνδυνος

    Русско-греческий новый словарь > опасность

  • 25 риск

    [ρίσκ] ουσ. α. κίνδυνος

    Русско-греческий новый словарь > риск

  • 26 опасность

    [απάσναστ'] ουσ θ κίνδυνος

    Русско-эллинский словарь > опасность

  • 27 риск

    [ρίσκ] ουσ α κίνδυνος

    Русско-эллинский словарь > риск

  • 28 гроза

    θ., πλθ. грозы.
    1. αστραπόβροντο, αστροπελέκι. || μτφ. γεγονότα θυελλώδη, συνταρακτικά, κοινωνικό τράνταγμα, μπόρα.
    2. δυστυχία, κακό• κίνδυνος.
    3. τρόμος, φόβητρο•

    он был -ого нашего района αυτός ήταν το φόβητρο της περιοχής μας.

    4. (απλ.) απειλή, φοβέρα.

    Большой русско-греческий словарь > гроза

  • 29 двоякий

    επ., βρ: -як, -а, -о
    δύο ειδών, διπλός, διττός, δίμορφος, διπλόμορφος• διφορούμενος•

    -ое значение διπλή σημασία•

    двоякий способ διπλός τρόπος•

    -ая польза διπλή ωφέλεια•

    -ая опасность διπλός κίνδυνος•

    двоякий смысл διπλή έννοια•

    -ого рода δυό ειδών.

    Большой русско-греческий словарь > двоякий

  • 30 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 31 мнимый

    επ., βρ: мнима, -о.
    1. φανταστικός, φαινομενικός ανύπαρκτος• ο δήθεν•

    мнимый больной ο κατά φαντασίαν ασθενής•

    -ая причина η δήθεν αιτία•

    -ая опасность φανταστικός κίνδυνος.

    2. προσποιητός•

    -ое раскаяние προσποιητή μεταμέλεια.

    εκφρ.
    - ые числа – υπερβατοί αριθμοί.

    Большой русско-греческий словарь > мнимый

  • 32 предстоять

    ρ.ό.
    1. παλ. στέκομαι μπροστά.
    2. περιμένω βρίσκομαι μπροστά σε-
    επαπειλούμαι.• πρόκειται να επιτελέσω•

    вам -ит большой подвиг πρόκειται να επιτελέσετε μεγάλο κατόρθωμα•

    вам -ит отвечать σύντομα θα δόσετε λόγο•

    ему -ит опасность τοναπειλεί ο κίνδυνος•

    нам -ит трудная работа μας περιμένει δύσκολη δουλειά..

    Большой русско-греческий словарь > предстоять

  • 33 риск

    α.
    1. κίνδυνος•

    с -ом με κίνδυνο, κινδυνεύοντας•

    с -ом для жизни με κίνδυνο της ζωής•

    без -а χωρίς κίνδυνο, ακίνδυνα•

    с -ом потери места με κίνδυνο να χάσω τη θέση.

    2. διακύβευση, διακινδύνευση, ρι-σκάρισμα•

    подвергаться -у εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    идти на риск ριψοκινδυνεύω.

    Большой русско-греческий словарь > риск

  • 34 рисковать

    -кую, -куешь
    ρ.δ.
    1. ριψοκινδυνεύω, παρακινδυνεύω• τα παίζω όλα για όλα.
    2. διακινδυνεύω, διακυβεύω•

    рисковать жизнью διακινδυνεύω τη ζωή.

    3. κινδυνεύω, υπάρχει κίνδυνος ή περίπτωση•

    вы -уете опоздать κινδυνεύετε να αργήσετε.

    Большой русско-греческий словарь > рисковать

  • 35 смертельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. θανάσιμος, θανατηφόρος•

    -ая рана θανατηφόρο τραύμα•

    смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο.

    || μτφ. ισχυρότατος•

    -ая борьба с врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό•

    -ая ненависть θανάσιμο μίσος•

    -ая опасность θανάσιμος κίνδυνος.

    2. επιθανάτιος•

    -ая агония επιθανάτια άγων ία.

    εκφρ.
    смертельный враг – θανάσιμος εχθρός•
    - ая вравда – θανάσιμη έχθρα.

    Большой русско-греческий словарь > смертельный

  • 36 увеличить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ.
    μεγαλώνω, αυξαίνω, αναπτύσσω• μεγεθύνω•

    увеличить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της εργασίας•

    увеличить число войск αυξαίνω τη δύναμη του στρατού•

    микроскоп -ил предмет το μικροσκόπιο μεγέθυνε το αντικείμενο•

    увеличить тревогу μεγαλώνω το φόβο•

    увеличить опасность μεγαλώνω τον κίνδυνο.

    αυξαίνω, -ομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω• μεγεθύνομαι•

    заработок его -лся οι, αποδοχές του αυξήθηκαν•

    под микроскопом предмет -лся με το μικροσκόπιο το αντικείμενο μεγεθύνθηκε•

    опасность -лся ο κίνδυνος μεγάλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > увеличить

  • 37 угроза

    θ.
    1. απειλή, φοβέρισμα, φοβέρα, φόβισμα•

    действовать -ами δρω (ενεργώ) με απειλές•

    делать -ы απειλώ, φοβερίζω•

    пустая — κούφια φοβέρα, κενή απειλή, άσφαιρη απειλή.

    2. επικείμενος κίνδυνος, φάσμα-- войны απειλή πολέμου•

    страшная угроза τρόμος, τρομάρα.

    Большой русско-греческий словарь > угроза

  • 38 усугубить

    -блю, -бишь
    κ. усугубить
    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•

    усугубить внимание εντείνω την προσοχή•

    запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•

    усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.

    δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-
    επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•

    страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•

    -лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.

    Большой русско-греческий словарь > усугубить

См. также в других словарях:

  • κίνδυνος — κίνδυνος, ο και κίντυνος, ο 1. κακό ή καταστροφή που απειλείται: Διέφυγε τον κίνδυνο. 2. πιθανή δυσάρεστη έκβαση, φόβος πιθανού κακού: Δεν απομακρύνθηκε ο κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — κίνδῡνος , κίνδυνος danger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνώ — [κίνδυνος] διατρέχω κίνδυνο, κινδυνεύω …   Dictionary of Greek

  • πολυκίνδυνος — ον, Α 1. πολύ επικίνδυνος 2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους 3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι κίνδυνος, φιλο κίνδυνος] …   Dictionary of Greek

  • бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τριπλοκίνδυνος — ὁ, Μ 1. τριπλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος 2. ως επίθ. ο τρεις φορές επικίνδυνος, πολύ επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος/ οῦς + κίνδυνος] …   Dictionary of Greek

  • Comparison of European road signs — Example of Swiss sign near Lugano Despite an apparent uniformity and standardization, European traffic signs presents relevant differences between countries. However most European countries refer to the 1968 Vienna Convention on Road Signs and… …   Wikipedia

  • Comparaison des panneaux de signalisation routière en Europe — Ceci est une comparaison des panneaux routiers dans 16 pays européens. (Pour voir cet article correctement, assurez vous que la résolution de votre écran est élevée. Sinon, effectuer un zoom arrière de votre navigateur Web) Allemagne, France,… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»