-
1 κέλευσε
κελεύωurge: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 κελεύω
1 bid c. acc. & inf. πέμποισ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (sc. Πιτάνα) O. 6.32 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἀπόλλων) O. 6.70 ἐκέλευσεν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (Mosch.: (ἐ) κέλευσε codd.) O. 7.64σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν N. 4.80
Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (Lobel: κέλευε Π̆{ac}: ἐκέλευσε Π̆{pc}) fr. 169. 45. ] α κέλευσ' ι[ P. Oxy. 1792 fr. 34. -
3 κασί-γνητος
κασί-γνητος, ὁ (vgl. κάσις), der (leibliche) Bruder, Il. 19, 293 u. öfter; Pind. u. Tragg. Uebh. naher Blutsverwandter, συγγενής, wie es Il. 15, 545 Ἕκτωρ δὲ κασιγνήτοισι κέλευσε πᾶσι erkl. wurde u. 16, 456, wo κασίγνητοί τε ἔται τε neben einander stehen. – Bei Luc. Philopatr. 11 ἡ κασίγνητος, die Schwester. – Als adj. brüderlich, geschwisterlich, ἀνδρῶν κασιγνήτων τε καὶ φυταλμίων Aesch. Ag. 327, κασίγνητον κάρα Soph. Ant. 906, vgl. Ai. 1155.
-
4 κελεύω
Aκέλευον Il.23.767
: [tense] fut. [suff] κελεύς-σω, [dialect] Ep. inf. -σέμεναι Od. 4.274
: [tense] aor. ἐκέλευσα, [dialect] Ep. κέλ- Il.20.4: [tense] pf.κεκέλευκα Lys.1.34
, Luc. Demon.44:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκελευσάμην Hp.Nat.Puer.13
: more freq. in compds. δια-, ἐπι-, παρα-κελεύομαι (q.v.):—[voice] Pass., [tense] fut. - ευσθήσομαι D.C.68.9: [tense] aor.ἐκελεύσθην Hdt.7.9
.ά, S.OC 738, Th.7.70: [tense] pf.κεκέλευσμαι X.Cyr.8.3.14
, Luc.Sacr.11: [tense] plpf.ἐκεκέλευστο D.C.78.4
( ἐκελεύθην v.l. in Hdt.7.9.ά, andκεκέλευμαι IG22.1121.13
(iv A.D.), v.l. in App.BC5.141 are later forms). (A lengthd. form of κέλομαι, q.v.):—prop. urge, drive on, [ἵππους] ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευε.. κατὰ ἄστυ Il.24.326
: hence, exhort, bid,1 c.acc. pers. et inf., order one to do,σ' ἔγωγε.. κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι 17.30
, cf. 2.11, al., Hdt.1.8,24, etc.; ἐκέλευσε τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι he bade the lad bid us to wait for him, Pl.R. 327b; ὁ νόμος τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα εἶναι, i.e. bids that he be held guilty, Antipho 4.2.5;ὁ τὸν νόμον κελεύων ἄρχειν δοκεῖ κελεύειν ἄρχειν τὸν θεὸν καὶ τὸν νοῦν Arist. Pol. 1287a29
;ἐς τὴν Μίλητον ἔπεμπον κελεύοντες σφίσι τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν Th.8.38
; request, Lys.16.16; opp. ἐπιτάττειν, IG12.76.33.2 c. acc. pers. et rei,σφῶϊ μὲν οὔ τι κελεύω Il.4.286
; τά με θυμὸς.. κελεύει (sc. εἰπεῖν) 7.68, etc.: with inf. subjoined, τί με ταῦτα κελεύεις.. μάχεσθαι; 20.87.3 c. acc. pers. only, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι (sc. φείδεσθαι) Od.9.278; ὥς με κελεύεις (sc. μυθεῖσθαι) 11.507: in Prose, ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην ordered them [to go] against him, ordered them to seize him, X.HG2.3.54; κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα ib.20:—[voice] Pass., receive orders, Arist.Pol. 1253b34.4 c.acc. rei only, ὃ μὴ κελεύσαι Ζεύς (Herm. for - σει) A.Eu. 618; :— [voice] Pass., τὸ κελευόμενον commands, orders, Hdt.7.16, Antipho Soph. 61, X.Cyr.4.1.3: pl., Pl.R. 340a.5 c. dat. pers. folld. by inf., urge or order one to do, κηρύκεσσι.. κέλευσε κηρύσσειν .. Il.2.50, Od. 2.6, etc.; ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν .. Il.2.151;ἑτάροισι.. ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Od.9.488
: in later Prose, D.S.19.17, Ceb.32.4 codd., Luc.DMort.1.1, Phalar.Ep.121.1, etc.6 rarely c. dat. pers. et acc. rei, τί δ' ἐστὶν ὃ κελεύεις ἐμοί; Men.Pk. 224, cf. Ael.NA 9.1.7 c. dat. pers. only,ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας Il. 16.684
; cf.infr. 111.8 abs., freq. in Hom.,ὡς σὺ κελεύεις Il.23.96
, al.;λέξω, κελεύεις γάρ A.Ch. 107
; κελεύων, opp. αὐτοχειρίῃ, Democr.260;κελευούσης τῆς Πυθίης Hdt.6.36
;κελεύοντος καὶ δεομένου Lys.5.1
.9 c. inf. only, σιγᾶν κελεύω I order silence, S.Ph. 865;οὐκ ἂν κελεύσαιμ' εὐσεβεῖν Id.Ant. 731
; recommend, propose, Lys. 12.25, D.4.21, etc.; opp. οὐκ ἐάω, Hdt.6.109, X.Ath.2.18.II of inferiors, urge, entreat, Il.24.599, Od.10.17, Hdt.1.116. -
5 ὀρχέομαι
ὀρχέομαι, [tense] impf. ὠρχούμην: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] pres. ὀρχεῦνται, [tense] impf. ὠρχεῦντο (v. infr.): [tense] fut.A , etc.: [tense] aor.ὠρχησάμην Anacr. 69
, Hdt.6.129 ; inf.ὀρχήσασθαι Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.ὠρχήθην Euph.87
:—dance,ἠΐθεοι καὶ παρθένοι.. ὠρχεῦντ' Il.18.594
; , cf. 14.465 ;πόσσ' ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Hes.Th.4
; ὀ. πρὸς ὅπλα, of the Pyrrhic dance, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.155b ;ἐν ῥυθμῷ X.Cyr.1.3.10
; ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσί (cf. χειρονομέω) Antiph.113.1 : c. acc. loci, δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι to dance in or on, Orac. ap. Hdt. 1.66, cf. Euph.l.c. ([voice] Pass.): also c. acc. cogn., Λακωνικὰ σχημάτια ὀρχεῖσθαι dance Laconian steps, Id.6.129 ;ὀ. τὸ Περσικόν X.Cyr.8.4.12
;ὀ. πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα Id.Smp.7.5
;ὀ. τὸν ὅρμον Luc.Salt.
II sq., etc.:—[voice] Pass.,τῶν ὕμνων οἳ μὲν ὠρχοῦντο οἳ δὲ οὐκ ὠρχοῦντο Ath.14.631d
.2 represent by dancing or pantomime, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀ. τὸν Αἴαντα, Luc.Salt.80, 83, cf. AP9.248 (Boeth.), 11.254 (Lucill.).II metaph., leap, bound,ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ A.Ch. 166
, cf. Anaxandr.59 ; Θεσσαλίη ὠρχήσατο Thessaly shook, trembled, Call.Del. 139.III [voice] Act. [full] ὀρχέω, make to dance (v. Pl.Cra. 407a), is used by Ion Trag.50, ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν φρένας made my heart leap (so codd. Ath., ὤρχησαι Nauck); but ὀρκῆσι in Ar.Th. 1179 is a barbarism for ὀρχῆται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχέομαι
-
6 ἐργάζομαι
ἐργάζομαι ( ϝέργον), ipf. εἰργάζετο, ἐργάζοντο: work, do, perform; κέλευσε δε ϝεργάζεσθαι, bade his bellows be at work, Il. 18.469 ; ἔργα ἐργάζεσθαι, Od. 20.72; ἐναίσιμα, ‘do what is right,’ Od. 17.321 ; χρῦσὸν εἰργάζετο, wrought, Od. 3.435.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐργάζομαι
См. также в других словарях:
κέλευσε — κελεύω urge aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
μεγιστοάνασσα — μεγιστοάνασσα, ἡ (Α) (προσωνυμία τής Ήρας) η πρώτη ανάμεσα στις βασίλισσες, η μεγαλύτερη από τις βασίλισσες («μεγιστοάνασσα κέλευσε χρυσόπεπλος Ἥρα», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγίστη + ἄνασσα (πρβλ. ευρυ άνασσα, υμνο άνασσα)] … Dictionary of Greek