-
1 κράζω
κράζω, selten im praes., Ar. Equ. 287, Arist. H. A. 9, 1; gew. perf. κέκρᾱγα, in Präsensbdtg, imperat. κέκραχϑι, Ar. Vesp. 198 Th. 692, κεκράγετε, Vesp. 415, u. κέκραχϑε, Ach. 335, ἐκεκράγειτε, Xen. Cyr. 1, 3, 10; dazu fut. κεκράξομαι, Ar. Equ. 485; κράξω nur Lucill. 84 (XI, 141), der auch, wie a. Sp., den aor. ἔκραξα hat, 115 (XI, 211); auch κέκραξον, LXX; – eigtl. krächzen, vom Raben; übh. mit rauher Stimme schreien, kreischen; σὺ δ' αὖ κέκραγας κἀναμυχϑίζῃ Aesch. Prom. 765; ἡ δ' ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη Ch. 528; ποίου κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ' ὑπέρφρονα, über welchen Mann, Soph. Ai. 1215; βοῶν καὶ κεκραγώς Ar. Plut. 722; Dem. 18, 132; Κάτων ἐδυςχέραινε καὶ ἐκεκράγει Pol. 31, 24, 1. – Auch = mit Schreien fordern, κέκραγεν ἐμβάδας Ar. Vesp. 103.
См. также в других словарях:
κέκραγα — κέκρᾱγα , κράζω croak perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάραγος — κάραγος, ὁ (Α) τραχύς ήχος σαν πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)] … Dictionary of Greek
κέκραγμα — κέκραγμα, τὸ (Α) κραυγή, οξεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
κατακεκράκτης — κατακεκράκτης, ὁ (Α) αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. τού κράζω)] … Dictionary of Greek
κεκραγάριο — το (Μ κεκραγάριον) (βυζ. μουσ.) ονομασία τροπαρίων που ψάλλονται στην αρχή τής ακολουθίας τού εσπερινού με πρώτο στίχο το «Κύριε εκέκραξα...» [ΕΤΥΜΟΛ. < κέκραγα, παρακμ. τού κράζω] … Dictionary of Greek
κρίζω — (Α) 1. τρίζω 2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.) 3. (στους Βοιωτούς) γελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους τού κράζω: ἔκριγον ἔκραγον,… … Dictionary of Greek
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek