-
1 κάρτων
-
2 κρείσσων
κρείσσων, ον, gen. ονος, as always in [dialect] Ep. and old [dialect] Att.; later [dialect] Att. [full] κρείττων; [dialect] Ion. [full] κρέσσων Hp.Fract.3, al., v.l. in Dionys.Trag. (v. infr. 11); [dialect] Dor. [full] κάρρων (q.v.); Cret. [full] κάρτων Leg.Gort.1.15:—[comp] Comp. of κρατύς (v. κράτιστος),A stronger, mightier,κ. βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ Il.1.80
; esp. in battle,κρείσσοσιν ἶφι μάχεσθαι 21.486
;Διὸς κ. νόος ἠέ περ ἀνδρῶν 16.688
;κεραυνοῦ κρέσσον.. βέλος Pi.I.8(7).36
, cf. Hdt.7.172, Hp.l.c., etc.;κρείσσων χεῖρας Antipho 4.4.7
;τὸ τοῦ κ. συμφέρον Pl.R. 338c
, cf. Democr.267: hence, having the upper hand, superior,ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κ. τε γένηται Il.3.71
;κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε 23.578
: as Law-term, of witnesses, prevail,Leg.Gort.
l.c.2 freq. as [comp] Comp. of ἀγαθός, better, κρέσσονες one's betters, esp. in point of rank, Pi.O.10(11).39, N.10.72 (but also, the stronger, more powerful, E.Or. 710, Th.1.8, etc.); , cf. SIG685.134 (Magn. Mae., ii B. C.); οἱ κ. corps of guards at Thebes, Plu.2.598e; κρείσσονες θεοί, of the greater gods, as opp. to Oceanus, A.Pr. 902 (lyr.);ὁ κ. Ζεύς Id.Ag.60
(anap.); οἱ κ. the Higher Powers, Id.Fr.10, Pl.Sph. 216b, Euthd. 291a, etc.; τὰ κρείσσω, = τὰ θεῖα, E. Ion 973; τὸ κ. the Almighty, Providence, Corp.Herm.18.11, Jul.Ep. 204, Agath.1.16, Procop.Gaz. Pan.p.492; τὰ κρείσσονα one's advantages, .3 c. inf., οὔ τις ἐμεῖο κρείσσων.. δόμεναι no one has a better right to.., Od.21.345;οὐκ ἄλλος κ. παραμυθεῖσθαι Pl. Plt. 268b
; κρεῖσσόν ἐστι c. inf., 'tis better to..,κ. γάρ ἐστιν εἰσάπαξ θανεῖν ἢ.. πάσχειν κακῶς A.Pr. 750
, cf. 624, Hdt.3.52, etc.;τὸ μὴ εἶναι κ. ἢ τὸ ζῆν κακῶς S.Fr. 488
, cf. Apollod.Com.6; also κρείσσων εἰμί c. part., κ. γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός thou wert better not alive, than living blind, S.OT 1368, cf. Aj. 635 (lyr.);κ. ἦν ὁ ἀγὼν μὴ γεγενημένος Aeschin.1.192
, cf. D.H.6.9.II c. gen. or ἤ, too great for, surpassing, beyond,ὕψος κ. ἐκπηδήματος A.Ag. 1376
; of evil deeds, κρείσσον' ἀγχόνης too bad for hanging, S.OT 1374; κρεῖσσον δεργμάτων too bad to look on, E.Hipp. 1217; ; λέγετι σιγῆς κρεῖσσον ()ἢ σιγὴν ἔχε Dionys.Trag. 6
;κρείσσον' ἢ λέξαι λόγῳ τολμήματα E.Supp. 844
; κ. ἢ λόγοισιν (sc. εἰπεῖν) Id.IT 837;ἀναρχία κ. πυρός Id.Hec. 608
; πρᾶγμα ἐλπίδος κ. γεγενημένον worse than one expected, Th.2.64;κ. λόγου τὸ κάλλος X.Mem.3.11.1
;κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Id.Cyr.7.5.9
.III having control over, master of, esp. of desires and passions,τῶν ἡδονῶν Democr.214
;τοῦ ἔρωτος X.Cyr.6.1.34
; γαστρὸς καὶ κερδέων ib.4.2.45; αὑτῶν over themselves, Pl.Phdr. 232a, al.; κ. χρημάτων superior to the influence of money, Th.2.60, Isoc.1.19;τῶν συμμάχων κ. X. Ath.2.1
; also, putting oneself above,κ. τοῦ δικαίου Th.3.84
; κρείσσους ὄντες.. τῷ λογισμῷ ἐς τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου having reasoned themselves into an absolute belief of the hopelessness of certainty, ib.83; φαύλους καὶ κρείττους τῆς παιδείας, = οὓς παιδευθῆναι ἀδύνατον (just below), Arist.Pol. 1316a9.IV better, more excellent,ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κ. Heraclit.54
;κ. ἐπ' ἀρετήν Democr.181
; ὁ κρείττων λόγος (opp. ὁ ἥσσων) Ar.Nu. 113; κατὰ τὸ κ. in a higher sense, opp. κατὰ τὸ χεῖρον, Dam.Pr.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρείσσων
-
3 κράτος
Grammatical information: n.Compounds: Often as 1. member, e. g. ἀ-κρατής `without strength, power (over others or over oneself)'; oppos. ἐγ-κρατής `having power over, controlling (oneself)' with ἐγκράτεια, - έω etc.; αὑτο-κρατής `having power over oneself, independent'; more usual αὑτο-κράτωρ `with unlimited power' (Ar., Th.); details in Debrunner FS Tɨèche (Bern 1947) 11f.; also - κρέτης in Aeol. and Arc. Cypr. PN, e. g. Σω-κρέτης.Derivatives: Beside κράτος, κρέτος there are several adjectives: 1. κρατύς `strong, powerful' (Hom.; only κρατὺς Άργεϊφόντης, verse-end) with κρατύνω, ep. also καρτ- `strengthen, conso;idate, rule' (Il.) with κρατυσμός `strenghtening', κρατυντήριος `id.', - τικός `id.' (medic.), κρατύντωρ `controller' ( PMag. Leid.). - 2. κρατερός (Il., A. Pr. 168, anap.), καρτερός (Il.) `id.' (IA.); also as 1. member, e.g. κρατερό-φρων (Il.). καρτερέω, also with prefix, e.g. δια-, `be steadfast, hold out, overcome onseself' (IA.) with καρτερία (Pl., X.), - ρησις (Pl.) `holding on, firmness', - ρικός (Att.); καρτερόω `strengthen' (Aq., Herm.). - 3. κραταιός `id.' (Il.), also as plant-name (Ps.-Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 82); rarely as 1. member, e.g. κραταιό-φρων ( PMag.). With κραταιότης = κράτος (LXX), κραταιόω `strengthen' (LXX, NT) with κραταίωμα, - ωσις (LXX). Fem. κραταιίς (Od.; Schwyzer 385). - 4. Primary comparison: comp. κρείττων, (Atticising) κρείσσων with sec. - ει- for κρέσσων (Ion., Pi.); Dor. κάρρων, Cret. κάρτων; denomin. κρειττόομαι `have excrescences', with κρείττωσις (Thphr.). sup. κράτιστος, ep. κάρτ-, (Il.), with - τεύω `be the best, surpass' (Pi., Att.); -( ε)ία as title, `highness' (pap.). -- 5. Adv. κάρτα `in a high degree, very' (Ion. and trag.). - 6. As 1. member often κραται- ( καρται-), e.g. κραται-γύαλος `with strong breast-pieces' (T 361). Further Κρατι-, Καρτι- in PN, e.g. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος; also Κρατ(ο)-, Κρατε- a. o. (Bechtel Hist. Personennamen 256). Hypocoristic short-names Κρατῖνος (Schwyzer 491, Chantraine Formation 205), Κρατύλος, Κράτυλλος (Leumann Glotta 32, 217 a. 225 A. 1), Κρατιεύς (Boßhardt Die Nom. auf - ευς 126). On Κρεσφόντης s. v. - 7. Verb: κρατέω (Il.), Aeol. κρετέω, aor. κρατῆσαι (posthom.), κρέτησαι (Sapph.), often with prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, περι-, `controll, possess, rule, conquer'; with ( ἐπι- etc.) κράτησις `power, rule' (Th., LXX), ( δια-, ἐπι-) κρατητικός `controlling' (late), ( δια-)κράτημα `support, grip' (medic.); κρατητής `possessor' (Procl.); κρατῆρας τοὺς κρατοῦντας H. for κρατητῆρας (Lewy KZ 59, 182). But ἐγκρατέω from ἐγ-κρατής, ναυ-κρατέω, - τία from ναυ-κρατής etc.; s. above. καρταίνειν κρατεῖν H. -- 8. On κρατευταί s. v.Etymology: With the full grade in Aeol. κρέτος interchanges regularly the zero grade in κρατύς, κάρτα (on ρα: αρ Schwyzer 342). Through analogy arose both κράτος, κάρτος and the compp. κάρρων \< *κάρσ(σ)ων \< *κάρτι̯ων and κάρτων beside the old fullgrade κρέσσων \< *κρέτι̯ων; details in Seiler Steigerungsformen 53 ff. A zero grade of the σ-stem in κρέτος is supposed in Κρεσ-φόντης ( \< *Κρετσ-; Kretschmer Glotta 24, 237, Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 26). - The relation of the forms is not always clear. The adjective κρατερός, καρτερός may conrain a alternating ρ-stem (Benveniste Origines 17, Leumann Hom. Wörter 115), if it is not an analogical innovation to κράτος, κρατέω (e.g. Schwyzer 482). The form Κρατι-, Καρτι-, which appears only in PN, will not be old (like e.g. in κυδι-άνειρα: κῦδος), but rest on analogy (after Άλκι-, Καλλι- a. o.; Frisk Nom. 70). On κάρτα cf. e.g. τάχα, ἅμα. The 1. member κραται- may have been built after παλαι- a. o.; and κραταιός after παλαιός? (cf. Schwyzer 448). Diff. Risch 117: κραταιός back formation to κραταιή for *κράταια, fem. to κρατύς ( Πλαταιαί: πλατύς). Also κρατέω is discussed. Against the obvious explanation as denominative of κράτος (Schwyzer 724; κρατῆσαι only posthom.) see Leumann Hom. Wörter 113ff.; he assumes in κρατέω a backformation to ἐπικρατέω from ἐπι-κρατής (Hom. only adv. ἐπικρατέως). Again diff. Specht KZ 62, 35 ff. - An exact agreement to κράτος etc. is not found. Close are Skt. krátu- m. `power, mind, will', Av. xratu- m. `id.'. The objections that the Indo-Ir. word indicates primarily spiritual qualities ar refuted by OE cræft ` Kraft, physical strength, power', also `insight, craft etc.'. The Germanic word for `hard', Got. hardus etc., which is usually adduced, differs in vowel (IE *kortú- against *kr̥tú- to * kret-). - Cf. Mayrhofer KEWA s. krátuh.Page in Frisk: 2,8-10Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κράτος
См. также в других словарях:
κάρτων — (Α) δωρ. τ. αντί κρείττων. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού τού επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρτ ων σχηματίστηκε αναλογικά προς τον τ. καρτ ερός] … Dictionary of Greek
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek
Michail Misunov — (Michalis Misunov) (born 1964 in Moscow) is a retired basketball player. He started his career in Šibenik in Šibenka and played in Aris BC in the period 1987–1997 and won 4 championships (1988, 1989, 1990, 1991), 4 cups (1988, 1989, 1990, 1992).… … Wikipedia
κάρτιστος — κάρτιστος, ίστη, ον (Α) κράτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού τ. κάρτων*] … Dictionary of Greek
μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α … Dictionary of Greek
μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών — Στεγάζεται σε ένα από τα ομορφότερα και παλαιότερα κτίρια της Aθήνας, στη βόρεια πλαγιά του βράχου της Aκρόπολης (Θόλου 5, Πλάκα). Tο ιστορικό αυτό κτίριο, του οποίου η ακριβής χρονολογία ανέγερσης παραμένει άγνωστη, είναι γνωστό ως οικία… … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek