-
1 κάπνισμα
-
2 καπνισμα
-
3 κάπνισμα
κάπνισμαoffering of smoke: neut nom /voc /acc sg -
4 κάπνισμα
κάπνισμα, ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk -
5 κάπνισμα
τό1) копчение; 2) окуривание; 3) курение;απαγορεύεται το κάπνισμα — курить запрещается
-
6 κάπνισμα
[капнизма] ουσ. о. куреньеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάπνισμα
-
7 κάπνισμα
[капнизма] ουσ ο куренье. -
8 κάπνισμα
A offering of smoke, i.e. incense, AP9.174.5 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπνισμα
-
9 κάπνισμα
пушењеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κάπνισμα
-
10 κάπνισμα
fumer -
11 ὑπο-κάπνισμα
ὑπο-κάπνισμα, τό, Räuchermittel, Alex. Trall.
-
12 Απαγορεύεται το κάπνισμα!
-
13 tütme
κάπνισμα -
14 καπνισμάτων
κάπνισμαoffering of smoke: neut gen pl -
15 καπνίσματα
κάπνισμαoffering of smoke: neut nom /voc /acc pl -
16 isleme
κάπνισμα, αιθάλωση -
17 копчение
-я ουδ.1. κάπνισμα•копчение ветчины κάπνισμα χοιρομήριου•
копчение стекла κάπνισμα γυαλιού.
2. πλθ. -нья βλ. копчности. -
18 накурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.(με οργν.)|.1. καπνίζω, γεμίζω με καπνό τσιγάρων, ανταριάζω με το κάπνισμα•накурить в комнате ανταριάζω το δωμάτιο με το κάπνισμα•
как здесь накурено! πως αντάριασε εδώ από το κάπνισμα!
2. καίω αρωματική ουσία•накурить ладаном λιβανίζω.
3. (με σημ. πολύ) αποστάζω, βγάζω με απόσταξη.καπνίζω πολύ. -
19 копчение
1. (испускание копоти) το κάπνισμα (ψαριών, κρεάτων κ.λπ.) 2. (провяливание в дыму мяса, рыбы и т.п.) η παραγωγή των καπνιστώντο κάπνισμα (ψαριών, κρεάτων κ.πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копчение
-
20 бросать
См. также в других словарях:
κάπνισμα — offering of smoke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — το 1.η εισπνοή του καπνού των τσιγάρων, φουμάρισμα: Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. 2. η υποβολή κάποιου πράγματος στην επίδραση του καπνού: Ασχολείται με το κάπνισμα των ψαριών. 3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω: Από το πολύ κάπνισμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνισμάτων — κάπνισμα offering of smoke neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνίσματα — κάπνισμα offering of smoke neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance … Wikipedia
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek