-
1 κάπετος
κάπετος, ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχϑας καπέτοιο βαϑείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.
-
2 καπετος
-
3 Κάπετος
Κάπετοςditch: masc nom sg -
4 κάπετος
κάπετοςditch: fem nom sg -
5 κάπετος
A ditch, trench,ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356
, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν [ ὀστέα] 24.797, cf. S.Aj. 1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπετος
-
6 κάπετος
κάπετος: ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάπετος
-
7 κάπετος
κάπετος, ἡ, der Graben, die Grube. Übh. Vertiefung, Einschnitt -
8 κάπετος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάπετος
-
9 Καπέτοιο
Κάπετοςditch: masc gen sg (epic) -
10 Καπέτοισι
Κάπετοςditch: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
11 Καπέτοισιν
Κάπετοςditch: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
12 Καπέτου
Κάπετοςditch: masc gen sg -
13 Καπέτους
Κάπετοςditch: masc acc pl -
14 Καπέτων
Κάπετοςditch: masc gen pl -
15 Κάπετοι
Κάπετοςditch: masc nom /voc pl -
16 Κάπετον
Κάπετοςditch: masc acc sg -
17 καπέτοιο
κάπετοςditch: fem gen sg (epic) -
18 καπέτοισι
κάπετοςditch: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
19 καπέτοισιν
κάπετοςditch: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
20 καπέτου
κάπετοςditch: fem gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek
Κάπετος — ditch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπετος — ditch fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καπέτος, Λεωνίδας — Αγωνιστής του 1821 από την Κεφαλονιά. Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης πολέμησε στην Πελοπόννησο. Τον Οκτώβριο του 1825 μετέβη στην Κρήτη ως επικεφαλής επικουρικού σώματος μαζί με τους Χαζόπουλο, Χάλη κ.ά. Έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις… … Dictionary of Greek
Ούγος Καπέτος — (Hugues Capet, 941 – 996). Βασιλιάς (987 996) της Γαλλίας, ιδρυτής της δυναστείας των Καπετιδών. Ήταν πρωτότοκος γιος του δούκα Ούγου, του Μεγάλου και της Αθουίλδης, κόρης του βασιλιά της Γερμανίας Όθωνα A’ του Μεγάλου. Αφού κληρονόμησε τα… … Dictionary of Greek
Καπέτοιο — Κάπετος ditch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπέτοιο — κάπετος ditch fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καπέτοισι — Κάπετος ditch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπέτοισι — κάπετος ditch fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καπέτοισιν — Κάπετος ditch masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπέτοισιν — κάπετος ditch fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)