-
1 вирус
-
2 давний
давний παλ(α)ιός. παλιό τερος с \давнийих пор από πολύ καιρό* * *παλ(α)ιός, παλιότεροςс да́вних пор — από πολύ καιρό
-
3 старинный
-
4 старый
старый 1) (по возрасту) γέρος 2) (не новый) παλ(α) ιός* * *1) ( по возрасту) γέρος2) ( не новый) παλ(α)ιός -
5 вирус
-а α.ιός, μικρόβιο•вирус гриппа ιός της γρίππης.
-
6 вирус
мед. ο ιόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вирус
-
7 приёмный
1. (предназначенный, служащий для приёма кого-, чего-л.) της λήψης, της υποδοχής 2. (назначенный для посещений, для приёма кого-л.) της υποδοχής, της ακρόασης, της επίσκεψης Заорганизованный, введённый для приема кого-, чего-л куда-л.) εισαγωγικ/ός 4. -ая (комната) το δωμάτιο/γραφείο αναμονής/υποδοχής 5. (тот{}та{}, кто приняли чужого ребёнка в свою семью и заменяющие ему родителя) θετ/ός 6. (ребёнок, принятый в чужую семью) θετ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмный
-
8 сын
ο γ(υ)ιόςприёмный - θετός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сын
-
9 ветхозаветный
ветх||озаветныйприл (отживший) πανάρχαιος, πάλ[α]ιός:\ветхозаветныйозаветный обычай ἡ ἀπαρχαιωμένη συνήθεια. -
10 вирус
вирусм мед. ὁ ἰός. -
11 допроситься
допроситьсясов разг1. (выпросить) ίρνω μέ παρακάλια, ἀποσπώ:у него́ / его́ не допросишься τίποτε δέν μπο-ς νά τοῦ πάρεις·2. (разузнать) πλη-ροροῦμαι, μαθαίνω:не могли \допроситься, кто такой δέν μπορέσαμε νά μάθουμε ιός εἶναι. -
12 кормовой
кормов||о́й Iприл τής ζωοτροφής, τής φορβής, τής νομής:\кормовойые травы ἡ χορτονομή· \кормовойая свекла τό γογγύλι, τό παντζάρι· \кормовойая база τά ἀποθέματα ζωοτροφών.кормов||о́й IIприл мор. πρυμνήσιος, πρυμναίος, πρυμ(ν)ιός:\кормовойое весло τό πρυμνήσιο κουπί· \кормовой ветер ὁ πρύμος ἄνε-μος· \кормовой канат τά πρυμνήσια σχοινιά, οἱ πρυμάτσες· \кормовой флаг ἡ σημαία τοῦ πλοίου. -
13 новый
но́в||ыйприл1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):\новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη. -
14 яд
ядм прям., перен τό φαρμάκι, τό δηλητήριο[ν], ὁ Ιός:принять \яд παίρνω δηλητήοιο, φαρμακώνομαι· \яд сомнений τό δηλητήριο τής ἀμφιβολίας. -
15 вирус
[βίρους] ουσ. α. (ιατρ.) ιός -
16 всерьёз
[φσιρ'ιός] επίρ. στα σοβαρά -
17 курьёз
[χουρ'ιός] ουσ. α αστεία περίπτωση -
18 вирус
[βίρους] ουσ α (ιατρ)ιός -
19 всерьёз
[φσιρ'ιός] επίρ στα σοβαρά -
20 курьёз
[χουρ'ιός] ουσ α αστεία περίπτωση
См. также в других словарях:
ἰός — 1 arrow masc nom sg ἰ̱ός , ἰός 2 poison masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
Ίος — Sp Ìjas Ap Ίος/Ios L s. ir g tė Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ιός — ο 1. παρασιτικός μικροοργανισμός: Ιός της γρίπης. 2. δηλητήριο εντόμων και ερπετών. 3. σκουριά, γάνα. 4. μτφ., φαρμακερός λόγος, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ίος — η ονομασία νησιού των Κυκλάδων, η Νιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού … Dictionary of Greek
σακέλ(λ)ιος — και σακελ(λ)ίων, ο / σακέλλιος και σακελλίων, ΝΜ παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που απονεμόταν σε πρεσβύτερο, σακελ(λ)άριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακέλλα «βαλάντιο» + κατάλ. ιος / ίων] … Dictionary of Greek
ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι … Dictionary of Greek
ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… … Dictionary of Greek