-
1 ιστορικός
[историк] ουσ. а. историк.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιστορικός
-
2 ιστορικός
[историкос] ас. исторический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιστορικός
-
3 историк
-
4 исторический
-
5 материализм
материализм м о υλισμός· исторический \материализм о ιστορικός υλισμός* * *мο υλισμόςистори́ческий материали́зм — το ιστορικός υλισμός
-
6 исторический
истори́ческ||ийприл ἰστορικός:\историческийие события τά ἰστορικά γεγονότα· \историческийая дата ἡ ἰστορική ἡμερομηνία, ἡ ἰστορική μέρα· \исторический материализм ὁ ἰστορικός ὑλισμός. -
7 бытописание
η ιστορική περιγραφή-тель (ист.) ο χρονογράφος, ο ιστορικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бытописание
-
8 история
η ιστορία, -ческий ιστορικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > история
-
9 историк
историкм ὁ ἰστορικός. -
10 материализм
материал||измм филос. ὁ ὑλισμός:диалектический \материализм ὁ διαλεκτικός ὑλισμός' исторический \материализм ὁ ἰστορικός ὑλισμός. -
11 историк
[ιστόρικ] ουσ. α. ιστορικός -
12 исторический
[ισταρίτσισκιΐ] επ. ιστορικός -
13 историк
[ιστόρικ] ουσ α ιστορικός -
14 исторический
[ισταρίτσισκιϊ] επ ιστορικός -
15 бытописатель
-я α.1. εθιμογράφος.2. ιστοριογράφος, ιστορικός. -
16 истмат
-а α.ιστορικός υλισμός. -
17 историк
-а α.ιστορικός. -
18 историограф
-а α.1. ιστοριογράφος.2. παλ. ιστορικός. -
19 исторический
επ.ιστορικός•исторический процесс ιστορική εξέλιξη•
-ие памнятники ιστορινά μνημεία•
-ое значение ιστορική σημασία•
факт ιστορικό γεγονός•
-ие события ιστορικά γεγονότα•
-ое лицо ιστορικό πρόσωπο•
-ая дата ιστορική ημερομηνία (μέρα)•
исторический роман ιστορικό μυθιστόρημα•
исторический материализм ιστορι κός υλισμός.
-
20 историчный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноιστορικός (σύμφωνος με τα ιστορικά γεγονότα ή με τον ιστορισμό).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱστορικός — exact masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… … Dictionary of Greek
ιστορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στην ιστορία: Ιστορικό σύγγραμμα. – Ιστορικές μελέτες. – Ιστορικές πηγές. – Ιστορική εξέλιξη. – Iστορικό μουσείο. 2. φρ., «ιστορική γραφή ή ιστορική ορθογραφία μιας λέξης», γραφή σύμφωνα με την ετυμολογία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορικός, ο — η επιστήμονας που μελετά ή διδάσκει την ιστορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱστορικά — ἱστορικός exact neut nom/voc/acc pl ἱστορικά̱ , ἱστορικός exact fem nom/voc/acc dual ἱστορικά̱ , ἱστορικός exact fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορικώτερον — ἱστορικός exact adverbial comp ἱστορικός exact masc acc comp sg ἱστορικός exact neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορικῶν — ἱστορικός exact fem gen pl ἱστορικός exact masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστορικόν — ἱστορικός exact masc acc sg ἱστορικός exact neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… … Dictionary of Greek
παυσίμαχος — Ιστορικός και γεωγράφος από τη Σάμο. Έζησε σε άγνωστη εποχή. Έγραψε τις Κτίσεις, ιστορία και περιγραφή της Γης. * * * ον, Α επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μαχος … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek