-
1 ιρλανδικός
η, ό[ν] ирландский -
2 ирландский
-
3 ирландский
ирланд||скийприл Ιρλανδικός. -
4 джига
-и θ.ζωηρός ιρλανδικός χορός. -
5 ирландский
επ.ιρλανδικός.
См. также в других словарях:
ιρλανδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Ιρλανδία … Dictionary of Greek
ιρλανδικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιρλανδία ή τους Ιρλανδούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
ΙΡΑ — (αγγλ. Irish Republican Army, ιρλανδ. Οglaigh na Éireann = Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιρλανδική εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1919, όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί Κυβερνήσεως της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με αυτόν, η περιοχή του… … Dictionary of Greek
Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… … Dictionary of Greek