-
1 ιερός
[иэрос] εκ. святой, священный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιερός
-
2 сакральный
ιερός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сакральный
-
3 священный
-
4 священный
επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•- ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•
-ая утварь ιερά σκεύη•
-ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•
священный долг ιερό καθήκο•
-ая обязанность ιερή υποχρέωση.
εκφρ.,ая история – ιερή ιστορία. -
5 позвонок
анат. о σπόνδυλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > позвонок
-
6 скарабей
зоол. о σκαραβαίοςсвященный - ιερός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скарабей
-
7 святой
свят||ой1. прил ίερός, ἀγιος:\святойа́я обязанность τό ιερό καθήκον для него́ нет ничего́ \святойо́го δέν ἐχει ὁὔτε ίερό οὔτε δσιο·2. м ὁ "Αγιος· ◊ \святойая святых τά ἄγια των ἀγίων. -
8 священный
священн||ыйприл прям., перен ίερός:\священныйая обязанность ἡ ίερή ὑποχρέωση. -
9 истина
и́стин||аж в разн. знач. ἡ ἀλήθεια:старая \истина ἡ παληά ἀλήθεια· избитая (прописная) \истина ἡ κοινοτοπία· святая \истина разг Ιερός καί ἀπαραβίαστος νόμος. -
10 святой
[σβιτόΤ] εκ. άγιος, ιερός -
11 священный
[σβιστσιέννυϊ] εκ. ιερός -
12 святой
[σβιτόΤ] επ άγιος, ιερός -
13 священный
[σβιστσιέννυϊ] επ ιερός -
14 богослужебный
επ.θρησκευτικός• ιερός•-ые книги θρησκευτικά βιβλία.
-
15 газават
-а α.ιερός πόλεμος των μουσουλμάνων κατά της χρηστιανικής θρησκείας. -
16 заветный
επ.1. ιερός, πολύτιμος. || ακριβός, προσφιλής, αγαπητός.2. παλ. κληρονομικός.3. μύχιος, ενδόμυχος• μυστικός• κρυφός•-ое желание μύχιος πόθος, κρυφός καημός. Η παλ. απαγορευμένος.
-
17 навозник
-а α.1. σκαραβαίος ο ατευχής ή ιερός ή των Λιγύπτιων.2. κασόνι κόπρου. -
18 неприкосновенный
επ., βρ: -внен, -внна, -внно.1. άθικτος, άγγιχτος, ανάπαφος•запас άθικτο απόθεμα.
2. μτφ. απαραβίαστος, απαράβατος• ιερός• άσυλος. -
19 сакраментальный
επ.1. βλ. ритуальный.2. τιμητικός, σεβαστός, σεβάσμιος• ιερός. -
20 святейший
επ.ιερός•святейший синод η ιερή σύνοδος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱερός — filled with masc nom sg ἱερός filled with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει θεϊκή προέλευση ή αναφέρεται γενικά στη θρησκεία, άγιος: Ιερά μυστήρια. – Ιερός ναός. – Ιερό Ευαγγέλιο. – Ιερά σκεύη. – «Ιερά Σύνοδος της ιεραρχίας της Ελλάδας» (ανώτερη αρχή της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… … Dictionary of Greek
Ιερός Πόλεμος — Ονομασία τεσσάρων πολέμων στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι είχαν επίκεντρο και αφορμή τους Δελφούς. 1. Α’ Ι.Π. (600 π.Χ.). Πόλεμος της Αμφικτιονίας των Θερμοπυλών εναντίον της Κρίσσας για την ανεξαρτησία των Δελφών. Η Κρίσσα νικήθηκε… … Dictionary of Greek
ἱερώτερον — ἱερός filled with adverbial comp ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with masc acc comp sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc comp sg ἱερός filled with adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωτάτων — ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl ἱερός filled with fem gen superl pl ἱερός filled with masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερωτέρων — ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl ἱερός filled with fem gen comp pl ἱερός filled with masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώτατα — ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl ἱερός filled with adverbial superl ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώτατον — ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg ἱερός filled with masc acc superl sg ἱερός filled with neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)