-
1 ιδρώνω
[идроно] р. потетьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδρώνω
-
2 осевших паров
запотевать) θαμπώνω, ιδρώνω2. (покрываться потом) ιδρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осевших паров
-
3 потеть
-
4 потеть
поте||тьнесов1. ἰδρωνω:\потеть над чем-либо перен κοπιάζω, μοχθῶ ὑπερβολικά·2. (о стекле) ἰδρώνω, νοτίζω:окна \потетьют τά τζάμια ἱδρώνουν. -
5 потеть
ρ.δ.1. ιδρώνω•потеть от жары ιδρώνω από τον καύσωνα.
|| μτφ. μοχθώ, ιδροκοπώ.2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) υγραίνομαι•стекло -ло το τζάμι ίδρωσε.
-
6 запотевание
η εφίδρωση-ть εφιδρώνω, αρχίζω να ιδρώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запотевание
-
7 обливаться
-
8 вспотеть
вспотетьсов ἱδρώνω, καταϊδρώνω/ θολώνω (о стекле). -
9 запотевать
запотеватьнесов, запотеть сов ἀρχίζω νά ἱδρώνω. -
10 пропотеть
пропотетьсов1. ίδρώνω, γίνομαι μούσκεμα στον ἱδρώτα·2. (о платье и т. п.) μουσκεύω ἀπό τόν ἱδρώτα, γίνομαι μούσκεμα ἀπό τόν ίδρωτα. -
11 упариться
упаритьсясов разг1. (о лошадях) ἱδρώνω·2. (о людях) κολυμπώ στον ἱδρώτα/ перен ξεθεωνομαι. -
12 пропотеть
[πραπατιέτ'] ρ. ιδρώνω -
13 пропотеть
[πραπατιέτ'] ρ ιδρώνω -
14 вогнать
вгоню, вгонишь, παρλθ. χρ. вогнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вогнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα•-кур во двор βάζω τις κότες στην αυλή•
вогнать свиней в свинарник βάζω τους χοίρους στο χοιροστάσιο.
2. μπήγω•вогнать гвоздь в ящик μπήγω καρφί στο κασόνι.
3. φέρνω στο σημείο να..., κάνω να... вогнать в слезы φέρνω ως τα δάκρυα, κάνω να δακρύσει•вогнать в чахотку κάνω να χτικιάσει, χτίκιάζω κάποιον•
вогнать в пот κάνω κάποιον να ιδρώσει, ιδρώνω•
вогнать в краску κάνω να κοκκινίσει (από ντροπή).
-
15 вспотеть
-ею, -еешь, ρ.σ. κυρλξ. κ. μτφ. ιδρώνω•ребенок -ел το παιδάκι ίδρωσε•
стекло -ло το τζάμι ίδρωσε (γέμισε υδρατμούς).
-
16 выпотеть
-ею, -еешь, ρ.σ. (απλ.) ιδρώνω, καταϊδρώνω, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα. -
17 запотеть
ρ.σ.1. (απλ.) ιδρώνω•лошадь –ла το άλογο ίδρωσε.
2. καλύπτομαι από ιυδροστα-γόνες•стекла -ли τα τζάμια ίδρωσαν.
-
18 отпотеть
-етρ.σ. υγραίνομαι, ιδρώνω•сткла -ли τα τζάμια ίδρωσαν.
-
19 преть
прею преешьρ.δ.1. σαπίζω, σήπομαι• μουχλιάζω.2. μουσκεύω από την υγρασία, βλάπτομαι, αρρωσταίνω.3. μουσκεύω από τον ιδρώτα, ιδρώνω.4. σιγοβράζω. -
20 пропотеть
ρ.σ.1. καταϊδρώνω, ιδροκοπώ.2. μουσκεύω από τον ιδρώτα.3. εργάζομαι εντατικά, ιδρώνω δουλεύοντας (για ένα χρον. διάστημα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιδρώνω — ιδρώνω, ίδρωσα, ιδρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιδρώνω — (ΑΜ ἱδρῶ, όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς] εκκρίνω ιδρώτα νεοελλ. 1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του») 2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος») 3. κάνω κάποιον να ιδρώσει 4 … Dictionary of Greek
ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφιδρώ — και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, όω) ιδρώνω αρχ. 1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν 2. παθ. ἐφιδροῡμαι, όομαι ιδρώνω συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ] … Dictionary of Greek
εξιδίω — ἐξιδίω (Α) ιδρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιδίω «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
ιδίω — ἰδίω (Α) (σε περίπτωση τρόμου) ιδρώνω («πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰδίω προέρχεται από αμάρτυρο *εἵδω, με ιωτακισμό και ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἶδος) + επίθημα *yε / yω ( ιω) και ανάγεται σε IE *sveid «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
περιιδρώ — όω, Α ιδρώνω ολόκληρος, σε όλο μου το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱδρῶ «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
προϊδρώ — όω, Α ιδρώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱδρώ «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
ίδρωμα — το [ιδρώνω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση … Dictionary of Greek