Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιδεολογικό

  • 1 идейный

    идейный ιδεολογικός —ое содержание το ιδεολογικό περιεχόμενο
    * * *

    иде́йное содержа́ние — το ιδεολογικό περιεχόμενο

    Русско-греческий словарь > идейный

  • 2 ιδεολογικός

    η, ό[ν] идеологический; идейный;

    ιδεολογικό μέτωπο — идеологический фронт;

    ιδεολογικός αγώνας — идеологическая борьба;

    ιδεολογικό περιεχόμενο — идейное содержание;

    ιδεολογική σύγχυση — а) идейный разброд; — б) идейная ошибка;

    ιδεολογική καθοδήγηση — идейное руководство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιδεολογικός

  • 3 идейный

    идейн||ый
    прил
    1. (проникнутый передовыми идеями) Ιδανικός, Ιδεολογικός, Ιδεατός (о литературе, искусстве и т. п.)/ Ιδεολογος (о человеке):
    \идейный роман τό μυθιστόρημα μέ Ιδεολογικό περιεχόμενο· \идейный человек ὁ Ιδεολόγος·
    2. (идеологический) Ιδεολογικός:
    \идейныйое руководство ἡ Ιδεολογική καθοδήγηση.

    Русско-новогреческий словарь > идейный

  • 4 фронт

    фронт
    м в разн. знач. τό μέτωπο[ν]:
    линия \фронта ἡ γραμμή τοῦ μετώπου· народный \фронт τό λαϊκό μέτωπο· идеологический \фронт τό Ιδεολογικό μέτωπο· культурный \фронт τό πολιτιστικό μέτωπο· трудовой \фронт τό μέτωπο τής δουλείας· единым \фронтом σέ ἐνιαϊο μέτωπο· на \фронте στό μέτωπο· борьба т два \фронта ὁ διμέτωπος ἀγώνας· стать во \фронт στέκομαι προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > фронт

  • 5 μέτωπο(ν)

    τό
    1) лоб; чело (высок.); 2) фасад; перёд, передняя сторона; 3) воен., тж. перен. фронт;

    ιδεολογικό μέτωπο(ν) — идеологический фронт;

    στο μέτωπ — а) на фронте, на передовой; — б) на фронтовых дорогах;

    σε ενιαίο μέτωπο — единым фронтом;

    η γραμμή τού μετώπου линия фронта;

    § κατά μέτωπο(ν) — а) во фронт; — по фронту;

    παρατάσσομαι κατά μέτωπο(ν) — построиться во фронт;

    επίθεση καθ' όλο το μέτωπο(ν) — наступление по всему фронту; — б) в лоб;

    η κατά μέτωπο(ν) επίθεση — лобовая, фронтальная атака;

    έχω μέτωπο(ν) καθαρό ( — или ακηλίδωτο) — быть безупречным человеком;

    λέρωσε το μέτωπο(ν) τού ανδρός της — она наставила своему мужу рога;

    μέτωπο(ν) αριστερά! — налево!;

    μέτωπο(ν) δεξιά! — направо!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτωπο(ν)

  • 6 μέτωπο(ν)

    τό
    1) лоб; чело (высок.); 2) фасад; перёд, передняя сторона; 3) воен., тж. перен. фронт;

    ιδεολογικό μέτωπο(ν) — идеологический фронт;

    στο μέτωπ — а) на фронте, на передовой; — б) на фронтовых дорогах;

    σε ενιαίο μέτωπο — единым фронтом;

    η γραμμή τού μετώπου линия фронта;

    § κατά μέτωπο(ν) — а) во фронт; — по фронту;

    παρατάσσομαι κατά μέτωπο(ν) — построиться во фронт;

    επίθεση καθ' όλο το μέτωπο(ν) — наступление по всему фронту; — б) в лоб;

    η κατά μέτωπο(ν) επίθεση — лобовая, фронтальная атака;

    έχω μέτωπο(ν) καθαρό ( — или ακηλίδωτο) — быть безупречным человеком;

    λέρωσε το μέτωπο(ν) τού ανδρός της — она наставила своему мужу рога;

    μέτωπο(ν) αριστερά! — налево!;

    μέτωπο(ν) δεξιά! — направо!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέτωπο(ν)

  • 7 идейный

    επ., βρ: -ен, -ина, -йно.
    1. ιδεολογικός•

    -ое единство партии ιδεολογική ενότητα του κόμματος•

    -ое оружие ιδεολογικό όπλο.

    2. ιδανικός, ιδεώδης•

    -ое содержание произведения η ιδέα του έργου.

    3. προοδευτικός, προοδευτικών ιδεών•

    -ое искусство προοδευτική τέχνη•

    идейный человек άνθρωπος προοδευτικών ιδεών.

    Большой русско-греческий словарь > идейный

  • 8 просветительство

    ουδ.
    διαφώτιση. || διαφωτισμός (ιδεολογικό ρεύμα).

    Большой русско-греческий словарь > просветительство

  • 9 фронт

    -а, γεν. πλθ. -ов α.
    1. (στρατ..) ζυγός παράταξης•

    выстроить команду на фронт συντάσσω το τμήμα ησ.τα παράταξη (επι ζυγών)•

    пройти перед -ом περνώ μπροστά από την παράταξη.

    2. (στρατ.) μέτωπο•

    линия -а η γραμμή του μετώπου•

    επίθεση σ όλο το μέτωπο•

    командующий -ом ο διοικητής του μετώπου.

    3. μτφ. αντιπαράθεση, αντιπαράταξη•

    народный фронт λαϊκό μέτωπο•

    идеологический фронт ιδεολογικό μέτωπο.

    4. μτφ. τομέας, σφαίρα•

    трудовой фронт, фронт работы το μέτωπο της δουλειάς.

    5. πλθ. фронты, -ов διαχωριστικές ατμοσφαιρικές ζώνες.
    6. μπροστινή (μετωπική) πλευρά•

    фронт котла το μπροστινό μέρος του λέβητα.

    εκφρ.
    борьба на два -а – διμέτωπος αγώνας•
    переменять фронт – κάνω μεταλλαγή•
    стать (вытянуть(ся) во фронт – παίρνω στάση προσοχής, στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο.

    Большой русско-греческий словарь > фронт

См. также в других словарях:

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • λιποτάκτης — Στρατιώτης που εγκαταλείπει παράνομα και χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού. Η πράξη του λ. ονομάζεται λιποταξία και τιμωρείται από τον Στρατιωτικό Ποινικό Νόμο. Μεταφορικά λ. καλείται εκείνος που εγκαταλείπει τον ιδεολογικό αγώνα. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»