-
1 θυωρός
Grammatical information: m.Meaning: `offer-table,`ἱερὰ τράπεζα' (Pherekyd. Syr., Call.),Other forms: also θυωρίς f. (Poll.).Derivatives: θυωρίτης τραπεζίτης H., metaph. Lyc. 93 (cf. Redard Les noms grecs en - της 40); θυωρία `offerfeast, meal' (Didyma), θυωρεῖσθαι εὑωχεῖσθαι H.Etymology: From *θυο-Ϝωρός (cf. θυωρόν τράπεζαν την τὰ θύη φυλάσσουσαν H.), Güntert Götter und Geister 120, s. also θυρωρός (but θυο- is difficult). Through association with θεός, θεωρία etc. arose the notations θεωρίς, θεωρία (Poll., Didyma, Rom.empire). - Diff. Kalén Quaest. gramm. graecae 11f.: θυω- \> θεω- phonetically conditioned; θυωρός \< *θυ-ᾱϜορος to ἀείρω (cf. μετέωρος a. o.)[improbable]. (Not from *θυε-ωρος, with impossible form *θυε-, DELG.)Page in Frisk: 1,699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θυωρός
-
2 θυωρος
ἥ [θύω I] (sc. τράπεζα) стол для жертвоприношения; у богов стол(οἱ θεοὴ τέν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecydes ap. Diog.L.)
-
3 θυωρός
θυωρόςtaking care of offerings: masc /fem nom sg -
4 θυωρός
A taking care of offerings: as Subst. (sc. τράπεζα),= θυωρίς, Call.Dian. 134, BCH 11.161 ([place name] Lagina);οἱ θεοὶ τὴν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecyd.Syr. 12
. -
5 θυωρός
-
6 θυωρόν
θυωρόςtaking care of offerings: masc /fem acc sgθυωρόςtaking care of offerings: neut nom /voc /acc sg -
7 θυωροί
θυωρόςtaking care of offerings: masc /fem nom /voc pl -
8 θυωρίς
θυωρίς, ίδος, ἡ, Opfertisch, τράπεζα πέμματα ἔχουσα Poll. 4, 123, auch ϑεωρίς. Vgl. ϑυωρός.
-
9 θυωρού
-
10 θυωροῦ
-
11 θυωρίς
См. также в других словарях:
θυωρός — ὁ, ἡ (Α) 1. ο επιμελητής τών θυσιών, τών ιερών προσφορών 2. ως επίθ. ο ορισμένος για τις θυσίες («θυωρός τράπεζα» η τράπεζα η ορισμένη για τις θυσίες, Φερεκρ.) 3. μυροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ (πρβλ. θύος) + ωρός. Το β συνθετικό είτε < Fορος… … Dictionary of Greek
θυωρός — taking care of offerings masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωρόν — θυωρός taking care of offerings masc/fem acc sg θυωρός taking care of offerings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωροί — θυωρός taking care of offerings masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωροῦ — θυωρός taking care of offerings masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυωρίτης — θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός] 1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός* 2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους» Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.) … Dictionary of Greek
θυωρίς — (ενν. τράπεζα), ἡ (Α) τράπεζα για ιερές προσφορές, τράπεζα για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θυωρός*] … Dictionary of Greek