-
1 θρόος
θρόος, ὁ (ϑρέω), att. zsgz. ϑροῠς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς ϑρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις ϑρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.
-
2 θρόος
θρόος, ὁ, lautes Rufen; πολύφατος ϑρόος ὑμνων, lauter Schall; heimliches Gemurmel einer Menge; ϑροῦς τις τοιοῠτος διῆλϑε, ein Gerücht verbreitete sich -
3 θροος
атт. стяж. θροῦς ὅ1) крик, голос2) звук, звучание(ὕμνων Pind.; αὐλῶν Plut.)
3) ропот(θ. διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.)
τὸν θροῦν αἰσθόμενοι Thuc. — услышав об этом ропоте4) слух(θροῦς τις διῆλθε Xen., Plut.)
-
4 θρόος
θρόοςnoise: masc nom sg (epic doric ionic) -
5 θρόος
1 murmur (of voices), music ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) N. 7.81ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.36
-
6 θρόος
A noise as of many voices, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θ. Il.4.437; poet. of musical sounds,πολύφατος θ. ὕμνων Pi.N.7.81
; θ. αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f.II report, rumour, X.Cyr.6.1.37, Plu.Galb.26, D.C.44.18. -
7 θρόος
θρόος: speech, tongue, Il. 4.437†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θρόος
-
8 θρόος
θρόος, Att. θροῦςMeaning: `call, voice'Other forms: att. θροῦςSee also: s. θρέομαι.Page in Frisk: 1,687Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θρόος
-
9 πρωτό-θροος
πρωτό-θροος, att. zsgzgn πρωτόϑρους, zuerst tönend, sprechend, auch pass., zuerst gesprochen, Nonn.
-
10 ποικιλό-θροος
ποικιλό-θροος, mit mannichfaltigen Stimmen, Tönen, οἰωνοί, p. bei Plut. de amore prolis 4.
-
11 πολύ-θροος
πολύ-θροος, zsgzgn πολύϑρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύϑυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 ( App. 109).
-
12 πάν-θροος
-
13 σύν-θροος
-
14 ταυρό-θροος
ταυρό-θροος, mit Suerstimme, Tzetz. P. H. 270.
-
15 τηλέ-θροος
τηλέ-θροος, weit tönend od. schreiend, bei Hesych. steht τηλύϑροος.
-
16 χαλκό-θροος
χαλκό-θροος, ehern tönend, ἠχώ, Nonn.
-
17 κακό-θροος
κακό-θροος, zsgzgn κακόϑρους λόγος, bös redend, schmähend, Soph. Ai. 138.
-
18 εὔ-θροος
-
19 βαρύ-θροος
βαρύ-θροος, dasselbe, Mosch. 2, 119 l. d.
-
20 δύς-θροος
См. также в других словарях:
θρόος — θρόος, ὁ (Α) βλ. θρους … Dictionary of Greek
θρόος — noise masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόον — θρόος noise masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόου — θρόος noise masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek
μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] … Dictionary of Greek
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek
τηλύθροος — και τηλέθροος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύφωνος, μεγαλόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τηλέθροος (< τηλ[ε] * + θροος [< θροῦς «θόρυβος»]), πρβλ. κακό θροος] … Dictionary of Greek
όθροον — ὄθροον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόφωνον, σύμφωνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + θροος (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. ετερό θροος] … Dictionary of Greek